Πάντα, και προοδευτικά όλο και περισσότερο, θεωρούσα την Τύχη σπουδαίο μέγεθος. Τύχη με την έννοια των συγκυριών και των συμπτώσεων, των (α)τυχημάτων, που δημιουργούν, μερικές στιγμές πριν, τις επόμενες στιγμές. Που προωθούν την εξέλιξη και τη ροή των πραγμάτων. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει, βέβαια, το συσχετισμό γεγονότων και εξελίξεων σε διάφορα κάδρα – μικρά και μεγάλα – και να διακρίνει έτσι περιπτώσεις όπου κάποια συγκυρία είτε επιφέρει σύντομα το αποτέλεσμα της είτε προκαλέι το τελευταίο μακροπρόθεσμα.
Είχα δεν είχα συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία της ζωής μου, όταν η Τύχη, παρεμβαίνοντας στο πρόγραμμα του Δημοτικού και στις προσωπικές επιλογές των καθηγητών, έφερε στο τμήμα μου έναν πενταπλάσια μεγαλύτερο μου, λευκότριχο, θρησκευόμενο Δάσκαλο, το χαμόγελο του οποίου δυσκολευόταν να εμφανιστεί κάτω από το πυκνό γένι του. Πανέξυπνος, μεταδοτικός και λάτρης της καθαρεύουσας, εκτός από τις δικές του ιστορίες, μας παρότρυνε να διαβάσουμε και εκείνες ενός άλλου λευκότριχου, θρησκευόμενου, σπανίως χαμογελαστού κυρίου, τα χείλη του οποίου κρύβονται στο πυκνό γένι του ακόμα και στις μεταγενέστερες απεικονίσεις από ζωγράφους. Ήταν όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα, αγκαλιά στο κρεβάτι με τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Εκείνη ήταν περίπου η περίοδος – και σίγουρα η αφορμή – που ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τη δύναμη της περιγραφής. Απλή, ωμή περιγραφή. Ικανή να αποδείξει πολλά για την ποιότητα του γράφοντος. Τη στιγμή, δηλαδή, που κάθε ένας από εμάς έχει και μπορεί να χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να παράξει νέο, πρωτότυπο έργο, η πρόκληση του να περιγράψεις το πραγματικό, να βρεις τις λέξεις για να το κάνεις ενδιαφέρον δίχως να το αλλάξεις αποδεικνύει το ποιοτικό εύρος του συγγραφέα, τη δύναμη του. Κι αυτό που κάνει τελικά εντυπωσιακή μια καλή περιγραφή δεν είναι η ακριβολογία και η λεπτομέρεια, αλλά περισσότερο απ’ όλα το γεγονός πως οι αναγνώστες/ακροατές ποτέ δεν καταφέραμε να βρούμε χρόνο ή να εστιάσουμε την προσοχή μας στο να προσέξουμε την γλαφυρή πραγματικότητα σε κάθε μας βήμα. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, η περιγραφή μας θυμίζει πόσα χάνουμε...
Εκείνος, λοιπόν, που δημιουργεί μια απολαυστική λογοτεχνική περιγραφή, έχει προηγουμένως αφιερώσει χρόνο για να παρατηρήσει και, λίγο πριν πιάσει την πένα, αφιέρωσε χρόνο για να σκεφτεί όσα είδε. Όταν, τελικά, ξεκινά να γράψει, έχοντας γνωρίσει, ερμηνεύσει και αντιληφθεί τον κόσμο, τις δυνάμεις της τύχης, του χρόνου, τα φυσικά φαινόμενα, τον άνθρωπο, τα όντα, τότε αυτό που θα παράξει είναι καταδικασμένο να είναι ακριβές, σωστό, εντυπωσιακό και απολαυστικό.
Να αντιληφθεί τον άνθρωπο, είπα. Αυτό είναι, βέβαια, το τελευταίο στάδιο της περιγραφής, το πιο δύσκολο αλλά και πιο εύπλαστο. Από τη μία, η παρατήρηση και η εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των μηχανισμών της ανθρώπινης ψυχής είναι μια διαδικασία που απαιτεί...εκπαίδευση. Και εδώ, φυσικά, το όπλο είναι η παρατήρηση. Στο τέλος, όσο καλύτερα γνωρίζεις την ανθρώπινη φύση, τόσο πιο φυσιολογικό και προσεγγίζον την πραγματικότητα θα είναι το έργο που θα παράξεις, επομένως και αρεστό στους αναγνώστες. Από την άλλη, βέβαια, η περιγραφή του ανθρώπου αποτελεί ευκαιρία στα χέρια του συγγραφέα να εμπλουτίσει το κείμενο του. Δεδομένου πως κανείς δεν γνωρίζει τι πραγματικά συμβαίνει στο εσωτερικό του σώματος μας, στο πνεύμα, αν υπάρχει και πού βρίκσεται η ψυχή, η απόπειρα να περιγράψεις συναισθήματα γίνεται μια ευκαιρία να γοητευτείς και να γοητεύσεις, περιγράφοντας τους άγνωστους μηχανισμούς της ψυχής με τους μηχανισμούς του λόγου...
Ε λοιπόν, αυτός ο Σκιαθίτης, ευαίσθητος στην παρατήρηση, κύριος, είναι ο κορυφαίος στο είδος του. Κατηγορούμενος από αρκετούς πως οι ιστορίες του είναι κατά πλοκή αδιάφορες, αδιαφορεί (και ομοίως όλοι όσοι τον θαυμάζουμε) για τους εν λόγω ισχυρισμούς. Το τέλος στα διηγήματα του, πράγματι, είναι τις περισσότερες φορές αδιάφορο, απλό, δεν είναι καν τέλος. Θα μπορούσε μέχρι και να μπει στην αρχή, όπως στους «Ελαφροΐσκιωτους», όπου με εκτενείς εγκυβωτισμούς και προικονομίες θανάτου, ο Παπαδιαμάντης εντείνει την αγωνία και την τραγική θέση της οικογένειας του Αγάλλου, που τελικά είχε ξεχαστέι στη λειτουργία ενός παρεκκλησίου. Εκεί είναι που νιώθεις πως ο Σκιαθίτης σε κοροϊδεύει, αλλά στην πραγματικότητα σου έχει προσφέρει τα πάντα στη διάρκεια των γεγονότων, περιγράφοντας τα με το μαγικό του λόγο.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ο άνθρωπος που μπορεί να περιγράψει το άναμα του τζακιού σε δύο παραγράφους, και το θάνατο από πνιγμό με ένα «μπλουμ». Κατ’ ουσίαν, δεν αγγίζει, δεν πειράζει την πραγματικότητα. Δεν θα δραματοποιήσει περισσότερο από όσο χρονικό διάστημα του πρέπει έναν στιγμιαίο θάνατο, αλλά θα σου δώσει με κάθε λεπτομέρεια την εικόνα ενός δωματίου ή ενός προσώπου.
Ή ενός συναισθήματος. Γιατί, φυσικά, δύναται να εκμεταλλευτεί στο έπακρο αυτή την εύπλαστη περιγραφή, αυτήν την ευκαιρία να περιγράψει και να εξηγήσει τον άγνωστο ψυχισμό, στον οποίο αναφέρθηκα παραπάνω. Όταν, στη «Σταχομαζώχτρα», ο γιος της Αχτίτσας, που απο καιρό έχει μεταναστεύσει δίχως ειδήσεις σην Αμερική, θα στείλει γράμμα στη μητέρα του, στην κορυφαία γλωσσικά παράγραφο του διηγήματος ο Παπαδιαμάντης θα σου περιγράψει: «Εν τούτοις άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της. Ως υπό τέφραν κοιμόμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάχνων εις το πρόσωπον της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής».
Μα το Θεό, αυτός ο άνθρωπος ήξερε να περιγράφει. Συνοπτικός, μεστός και ακριβολόγος, ανέπτυξε την εμπειρία και την παρατηρητικότητα σε τέτοιο βαθμό που του ήταν εύκολο να σου παρουσιάσει αληθοφανείς χαρακτήρες, ιστορίες, καταστάσεις. Βρέθηκα κάποτε στη Σκιάθο, όμως αρνήθηκα να επισκεφτώ το σπίτι του. Το κοίταξα από μακριά δίχως να το περιεργαστώ, και η ανάμνηση που απέμεινε είναι ένας ξύλινος, καφέ τοίχος, φιλοξενών ένα ανοιχτό παραθύρι. Αυτά έβλεπες από το κεντρικό καλντερίμι. Αλλά το πραγματικό μουσείο περικλειόταν στο κορμί του λευκότριχου, σοβαρού και αενάως καθήμενου στις σχετικές προσωπογραφίες άνδρα. Μπαίνοντας στο σπίτι του για να εξερευνήσω τις εικόνες που κοιτούσε ο ίδιος, για να «κλέψω» λίγη από την εμπειρία του, θα κορόιδευα τον εαυτό μου, αφού κανείς δεν έμαθε να παρατηρεί κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους. Εξάλλου, στην εποχή του δεν περνούσαν ηλιοκαμμένοι Ιταλοί τουρίστες, η παρερχόμενη οδός δεν ήταν ανήσυχη, και φυσικά δεν ονομαζόταν... «Παπαδιαμάντη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου