Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Πρωτοχρονιά του ‘37 | απόσπασμα | Από την αλληλογραφία του Σεφέρη στην Μάρω



Για την ώρα υπάρχουν τα χαρτιά μου, η υπηρεσία μου, οι επαρχιώτες μου. Είναι σαν τα σιδερένια κάγκελα που σε εμποδίζουν να γκρεμιστείς. Για την ώρα, δε μπορώ να σε ξαναϊδώ, γιατί δεν θα μπορέσω να σε ξαναφήσω. Αγάπη μου, αν σου ζητώ κάτι αυτή τη στιγμή είναι να με βοηθήσεις. Άφησε με να σε φιλήσω.

Παμ! παραπάμ! Αγάπη, σήμερα το πρωί σηκώθηκα με ένα απέραντο κέφι. Το κακό έκανε τον κύκλο του. Έφυγε. Σηκώθηκα φορτωμένος όνειρα σαν ένα μεγάλο δέντρο με καινούργια φύλλα. Κάτω από το douche ξεχάστηκα. Ξύπνησα μόνο όταν άρχισε να κρυώνει το νερό.


Ό,τι θέλεις, όπως θέλεις κι όσο θέλεις. Αλλά θα σε εκδικηθώ όταν γυρίσω (μαζεύω τις εκδικήσεις μου). Για την ώρα ανεξικακία! Τι με ρωτάς τι σκοπούς έχω; Σ’ αγαπώ (μου επιτρέπεις;) και τίποτα δε μπορεί να σταματήσει αυτή την αγάπη εκτός από σένα, και πάλι είναι ζήτημα. Το μόνο κακό που μπορείς να μου κάνεις είναι να σταματήσεις να μου γράφεις. Τι με ρωτάς αν ξέρω και τα λοιπά. Ξέρω, δυστυχώς. Άστα να πάνε. Ας μη κουρελιαζόμαστε, όπως λες. Άμα τα σκεφτώ αυτά τα πράγματα ζαλίζομαι. Αυτά είναι τα νέα μου. Θα είναι τα ίδια για δυο τρεις μήνες. Ένα ραδιόφωνο στο πάνω πάτωμα με ενοχλεί με ένα ναπολιτάνικο τραγούδι. Μοιάζει με την αισθηματικότητά μου. Η χαρά είναι δύσκολη υπόθεση. Ίσως γι αυτό να ’χει αξία. Βέβαια ό,τι χάνουμε σε διάρκεια το έχουμε σε ένταση. Κι επειδή ξέρω τι θα πει ταραχή πολύ περισσότερο από πολλούς έξαλλους κατοίκους της Αττικής, γι αυτό δε ζήτησα τίποτα περισσότερο στη ζωή μου παρά την ισορροπία. Στο σπίτι θα σου στέλνω γράμμα κάθε βδομάδα, αλλά θα πρέπει να με βοηθάς κι εσύ. Σε κάτι θα πρέπει να απαντώ.

Δεν απελπίζεται η ζωή όσο υπάρχει, κι ας απελπίζεται ο άνθρωπος. Συλλογιζόμουν εσένα, ζωή μου. Λογαριάζω το κόστος της ευτυχίας κι έπειτα: «Ας γίνει ό,τι γίνει» έτσι τελειώνω πάντα άμα έρθω σε αναπαράσταση μαζί σου.

Εσύ ήσουν που με μακάριζες που έχω τη δουλειά μου; Μπορεί να έχεις δίκιο. Κι όμως, μια δουλειά που έχει για υλικό τη ζωή, πώς να γίνει χωρίς ζωή; Θυμώνεις κιόλας άμα σου γράφει κανείς στεγνά. Λίγο ν’ άφηνα τον εαυτό μου θα σε τρέλαινα, και, βλέπεις, έχω αναλάβει την υποχρέωση, όσο κρατάει αυτό το τωρινό σπορ, να ’ρχομαι κοντά σου πατώντας στην άκρη των ποδιών, σα να σε σφίγγει κανένας μεγάλος πονοκέφαλος. Υπάρχουν δύο ράτσες εδώ πέρα: οι ζευγαρωμένοι και οι αζευγάρωτοι. Δύο διαφορετικές πλήξεις. Οι πρώτοι έχουν την πλήξη του συντρόφου τους. Οι δεύτεροι μαζεύουν την πλήξη απ’ τον εαυτό τους.

Δε θα γράφεις, όταν δεν έχεις κέφι χρυσό μου κορίτσι, ούτε όταν δεν έχεις τίποτα να πεις. Δε θα ήταν καλό να βάλουμε στη ζωή μας καταναγκαστικά έργα, όσο μικρά και να ’ναι.
Μολονότι είναι η πρώτη φορά που χιόνισε τόσο, ένοιωθε κανείς την άνοιξη κάτω απ’ το χιόνι και η λάσπη ήταν χρυσή καθώς βασίλευε ο ήλιος.

Μη συλλογίζεσαι πότε θα ιδωθούμε. Θα ιδωθούμε μία μέρα ξαφνικά, όπως και το μήνυμα του χωρισμού ήρθε ξαφνικά. Μην απελπίζεσαι. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ό,τι έχεις και ό,τι μπορείς. Μα κατάλαβε επιτέλους ότι δε γυρεύω τίποτε άλλο. Μία άνοιξη κλειστή, μουδιασμένη, γεμάτη υγρασία. Και ο παντοτινός κύκλος των βουνών. Σου γράφω γκρινιάρικα και μονότονα. Δεν αξίζει ο κόπος να προσέχεις. Το ραδιόφωνο στο πάνω πάτωμα παίζει ένα ταγκό, καταλαβαίνω πώς είμαι «στουπί», όπως έλεγαν με κάποιο περιφρονητικό τόνο οι συμπαθητικές μου κυρίες της Αθήνας.

Κι αν είναι η νύχτα τούτη μια νύχτα μοίρας, ας είναι ευλογημένη ώσπου να ’ρθει η αυγή. Σ’ αγαπώ. Δηλαδή θέλω, αυτό που είμαστε μαζί, να είναι ένα δικό μας πλάσμα - δικό μας κι ανεξάρτητο από μας, όχι μία κατάσταση .

Μου είναι ακατανόητα όλα αυτά. Όταν είμαι τόσο κοντά σου, να μένει αποχωρισμένο το κομμάτι εκείνο της ζωής που είναι το ευκολότερο να μην είναι αποχωρισμένο. Η υλική παρουσία.
Βροχή, υγρασία και πλήξη. Απ’ όλα. Απροσάρμοστος. Βλέπεις έχω αυτή την άτυχη ιδιότητα να μπορώ να κοιτάξω σαν από μικροσκόπιο τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν, με τον ίδιο τρόπο που είμαι ολωσδιόλου αδιάφορα τυφλός για τους άλλους.

Πίνω τον μεσημεριανό καφέ. Έφαγα, όπως παίρνει κανείς χάπια. Κάποτε έχω την εντύπωση ότι σαν είμαστε χωρισμένοι, δεν είμαστε εμείς, αλλά κάτι ίσκιοι που κάνουν μηχανικές κινήσεις. Κι αυτό με κουράζει, να κάνω τον ίσκιο.

Πόσο καιρό θα ζούμε ακόμη με τη φαντασία; Πηγαίνω να πιστέψω πως το χειρότερο ελάττωμα μου είναι η υπομονή.

Χωρίς εσένα έχω πάντα μία λόγχη στο πλευρό.
Γύρισα χθες εδώ και βρήκα το γράμμα σου.
Δεν πιστεύω πια.
Πολλά πράγματα καταστράφηκαν τον τελευταίο καιρό.
Ας μην τα πειράξουμε, ας μην τα εξευτελίσουμε.

Έχε γεια
Γιώργος

1 σχόλιο: