Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Η ιδιόμορφη ζωή της Τ. | Μαρία Βασιλάκη

Ένα κενό βλέμμα, απαθές γέμισε τον χώρο. Η Τ ψέλιζε αλλά κανείς δεν την άκουγε, μιλούσε μα όλοι την προσπερνούσαν. Τι να κάνει; Σκέφτηκε. Θα γίνει ψυχρή, παγερά αδιάφορη πιο ψυχρή και απ'τον πιο κρύο άνεμο του χειμώνα. Πιο απόμακρη και ξένη από ποτέ. Σαν το πιο απόκρημνο βουνό. Σαν την απόρθητη πόλη. Θα στήσει τείχη γύρω της για να μην την πλησιάζει κανείς. Άλλωστε δεν θέλει κανέναν τους.Tην κούρασαν με τον τρόπο τους , ίσως και να βαρέθηκε το επιφανειακό των σχέσεων.  Μπούχτισε απ'την τόση συναναστροφή. Το μόνο που θέλει είναι ένα ποτήρι κρασί, ένα μπαλκόνι και ένα τετράδιο. Αυτά συνιστούν την ευτυχία της. Να γράψει και να αποτυπώσει όλη την ασχήμια αυτού του κόσμου σ'ένα χαρτί. Αλλά να γράψει και για μερικά πράγματα που αξίζουν όπως ο έρωτας. Ή τα όνειρα που πασχίζουν για λίγη σημασία, πασχίζουν να ξετρυπώσουν απ'το κλουβί της λογικής και να πραγματοποιηθούν. Ένα προς ένα.
Ήθελε τόσο πολύ να αγκαλιάσει τη μοναξιά της, να κάνει κολλητή παρέα μαζί της . Ίσως είναι η μόνη που της απέμεινε.Διότι όλοι οι άλλοι  της φαίνονταν πια, τόσο ανυπόφοροι.
Βλέπετε είχαν τη μύτη τους ψηλά, περήφανοι και εγωιστές φορώντας και εκείνο το απαξιωτικό βλέμμα στα μάτια τους σημάδι πως υπερείχαν και δεν έπρεπε να επιστρέφεις το βλέμμα σου πάνω τους. Μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα να σε παρατηρούν και να σε επικρίνουν.  Βάδιζες στον ίδιο δρόμο μαζί τους όχι όμως και στο ίδιο επίπεδο. Έτσι πίστευαν. Μα έκαναν λάθος. Γιατί όλοι ήρθαμε σ'αυτό τον κόσμο για ένα σκοπό. Να αδράξουμε τη ζωή. Δεν χωρούν συγκρίσεις ούτε παραγκωνισμοί. Όλοι είμαστε ίσοι.
Η Τ δεν άντεχε άλλο να νιώθει μειονεκτικά. Κάτι μέσα της ξύπνησε. Κάτι δυνατό σαν φωνή της φώναζε να σηκωθεί, να πάρει τα πάνω της, να βάλει τον κάθε περίεργο και επαρμένο στη θέση του. Και έτσι κι έκανε. Βοήθησε βέβαια και ένας ακόμη άνθρωπος να δει την αξία και την ποιότητά της. Να πάψει να θεωρεί τον εαυτό της κατώτερο.Πιστέψανε και οι δύο σε εκείνη, λοιπόν. Ενώθηκαν σαν μια γροθιά έναντι του κακεντρεχούς κόσμου.  Μέσα στη βουή και τον θόρυβο της πόλης ξαφνικά ακούστηκε κάτι. Ήταν ο ήχος της αλλαγής. Ήταν το ξύπνημα της ελπίδας. Μια νέα μέρα ξημέρωνε την επόμενη με τους καλύτερους οιωνούς. Η Τ δεν ένιωθε πια ανασφάλεια ούτε ντροπή. Ήταν δυνατή, σίγουρη για τον εαυτό της και κοιτούσε τον καθένα βαθιά και επίμονα μέσα στα μάτια.  Ήξερε πως τίποτα πλέον δεν ήταν το ίδιο.  Κοιτούσε τον ουρανό ψηλά και ονειρευόταν. Βάδιζε προς την ευτυχία. Δεν ασχολούνταν πια με «άσχημους» ανθρώπους ,δεν την ενδιέφερε κάτι τέτοιο.  Πάλι όμως θα έβρισκε καταφύγιο στο κρασί, στις μεθυσμένες αγκαλιές, στα ξεχωριστά φιλιά απ'τον αγαπημένο της και φυσικά στο μικρό δωματιάκι όπου περνούσε ατελείωτες ώρες γεμίζοντας σελίδες από σκέψεις και ιδέες που ανακάτευαν το μυαλό της και επιζητούσαν μια διέξοδο, να βγούνε στο φως.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου