Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Θέμις Ιππέκη | Οι άνθρωποι


Οι άνθρωποι,

τζαμαρίες σε καιρούς υγρασίας

μπογιές ανεξίτηλες, μπερδεμένα γεμίσματα κι αδειάσματα τ’ αόρατου καμβά,

αποσυναρμολογημένα παιδικά ελικοδρόμια,

βαλσαμωμένα όνειρα καλυμμένα από μετάξι,

σκιές θολές, με φαγωμένα μέλη , που όλο κινούνται, κουλουριασμένες νυχτερινές μορφές,

ελαφριά φορτία, δάση ακυβέρνητα, πλανήτες δίχως λούστρο,

λίμνες με κατακάθια νεκρές μαγείες, μεθυσμένες προσευχές κελαηδούν οι πληβείοι τους.

Ερημιές κόκκινες

ή αγκυροβολημένα πλοία, με βουλιαγμένα τα καταστρώματα στα πατρικά εδάφη.

Στης νιότης το χαράζι,

μολυβένιοι πολυμήχανοι αετοί, αγάλματα που διαρκώς δακρύζουν ,παραβάτες με φωτοστέφανα, Άγιοι Διονυσιακοί, γάτες που διατάζουν,

παρθένα απάτητα εδάφη,

πύλες πολλών αυλών του άγνωστου παραδείσου.

Στου χρόνου το πλήρωμα ,

ατσάλια, τσίγκινα κουτιά, χώροι γι’ τ’ άχρηστα,

ξεχασμένα παλιατζίδικα χωρίς διαβατήρια ,

υπόγεια καφενεία αγνώστου πατρός,

ταράτσες χωρίς κάγκελα τα δειλινά με ομίχλη,

ατελείωτες γόμες τα κεφάλια που όλο κι σβήνουν τις γραμμές των αστεριών,

φτιάχνοντας χώρους ανοιχτούς για τα δειλά αεροπλάνα, με τα δεινά για πιλοτήρια

ανακατεύοντας τ’ ουρανού τ’ αναπόφευκτα,

περιμένοντας γι’ αλλαγή δίχως να καίνε κομμάτια απ’ τη γη,

αφού χρωστούμενες ακόμη οι δόσεις περιμένουν

για τ’ ασφράγιστα ταξίδια στα σάπιες συκιές, στις σκουριασμένες καγκελόπορτες του παραδείσου,

χώρα νέα, καθαρή, αμόλυντη, παρθένα δεν ξανάδαν,

κατηγορώντας τ’ άψυχα, τα μέσα πως λοξοδρόμησαν

μαθαίνοντας τους για τους περιπάτους του τετράγωνου, για τις νηφάλιες κραυγές να ξυπνάνε τους ακάλυπτους,

βρύσες που στάζουν, φυλακισμένα κάστρα μέσα στα σιδερένια στόματα.

Φόροι πληρωμένοι για τις ξηρές κοιλάδες, για τις κλειστές πισίνες, για τα σπιτικά μνήματα, για του θανάτου το καθαρό κρεβάτι.

Σφηκοφωλιά στο απυρόβλητο, αράχνη για υπόστεγο, η ψυχή

με κηλίδες πορφυρές , με τρύπες που δεν μπαλώνουν, με εξογκώματα που ενοχλούν

πυκνοκατοικημένη, στριμωγμένη ανάμεσα στα χαρτιά, στα λιπαρά , στα οξέα κι τα καθαριστικά.

Όταν απ’ το προαύλιο του δικαστηρίου βγει κι ανταμωθεί με τους καθρέφτες της,

δυσδιάκριτα προπλάσματα, μάζες ενωμένες χωρίς μητρώα με αέρια,

κοινωνία ανεξέλεγκτη στον αμφιλεγόμενο έρποντα κόσμο,

μοιάζει μ’ ανθρώπινη ψυχή, όπως κι οι δικές μας,

άγραφτες οι αλήθειες της παραμένουν με τις ανοιχτές φλέβες στα καθίσματα να παραμονεύουν, άδειο το κατηγορητήριο,

με τις συμπεριφορές όρθιες βαράνε τα σφυριά στα δόντια,- πέφτουν οι κρύσταλλοι βροχές απ’ αγκάθια-

δύσκολα κατανοείται, βλέπεται ολόκληρη, μα φαίνονται απλή, όπως κι οι δικές μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου