Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Θαλασσινή εξομολόγηση | Κώστας Παντιώρας




«I’ll never see Piraeus repeat her white name in water»

Derek Walcott

Είμαι αυτός που μαζεύει τα σκουπίδια κι αδειάζει τα τασάκια πάνω στο βαπόρι. Αποφάγια κι αποτσίγαρα. Κάποιος πρέπει να το κάνει ξέρεις. Ούτε ναυτικό με λες μήτε και σκουπιδιάρη, πουθενά δεν ανήκω, πουθενά! Σέρνω πάνω κάτω στο κατάστρωμα μια πελώρια πλαστική σακούλα μαζεύοντας ότι βρίσκω, φορώντας αυτή τη γελοία στολή. Και με μπουνάτσα και με καιρό, για ώρες, για όσο κρατάει το ταξίδι. Οι επιβάτες; Με μισούν! Εγώ όλο «με συγχωρείτε» και «να περάσω παρακαλώ;» κι αυτοί εκεί, να με κοιτούν με μια σιχαμάρα στα μάτια. Κάλλιο η αδιαφορία παρά σιχαμάρα! Ίσως πάλι να φταίει που μου λείπει ένα μπροστινό δόντι – να δες εδώ – και που γι’ αυτό ποτέ μου δεν τους χαμογελώ καθώς μαζεύω τα σκουπίδια απ’ τα τραπέζια. Θα δείχνω απόμακρος, αυστηρός και βλοσυρός, ίσως ακόμα και λιγάκι τρελούτσικος. Αλλά τους σιχαίνομαι κι εγώ, τους φθονώ. Θεέ μου πόσο τους ζηλεύω … ακόμα κι αυτούς τους λίγους που ευγενικά κάνουν να με βοηθήσουν με το μάζεμα ή που πιο σπάνια έχουν όρεξη για κουβεντούλα. Πόσο βαρετοί γαμώτο … και πόσο εγωιστές, μιλούν μόνο για τις διακοπές τους.

Πως βρέθηκα εδώ; Έχε χάρη η μάνα μου που ‘γλειψε κατουρημένες ποδιές, να ‘ναι καλά και τα σόγια της, όλοι Κρητικοί, κι έτσι χώθηκα στην ακτοπλοΐα. Ανεργία φίλε, πάντα είχε ανεργία. Έκανα πέντε χρόνια στη σχολή. Κοινωνιολογία. Το ‘ξερες εσύ πως πρέπει να είσαι κοινωνιολόγος για να αδειάζεις τα τασάκια των ταξιδιωτών; Ήμουν καλός, διαβαστερός. Τέλειωσα στα τέσσερα έτη σχεδόν, μόνο που κράτησα επίτηδες κάποια μαθήματα για να περιμένω την Έλσα … αχ η Έλσα! Ήμασταν φουλ ερωτευμένοι που λένε, μέχρι ένα πρωί. Πάντα είναι μέχρι ένα πρωί, πάντα τόσο κρατάει. Την είδα μετά από χρόνια, εδώ πάνω στο βαπόρι, πήγαινε διακοπές, πριν εφτά καλοκαίρια θαρρώ. Την είδα, αγέρωχα όμορφη σαν πάντα, αγκαλιά με έναν γκόμενο. Εκείνος ωραίος, γυμνασμένος, χαρούμενος. Εγώ φαλακρός, παρατημένος και κατσούφης. Σάστισα! Με θυμάμαι να προσπαθώ με πολύ κόπο και με καρδιά να χτυπά, να αποφεύγω να περάσω από κοντά τους. Το τραπέζι τους μες στη βρώμα κι εγώ να σφυρίζω αδιάφορα. Ώσπου πήγα. Έστεκα από πάνω της, έτρεμα μήπως με θυμηθεί. Εκείνη μόνο ένα «πάρτε και αυτό, ευχαριστώ» και τίποτα άλλο. Αόρατος να ήμουν θα γυρνούσε προς το μέρος μου, αλλά αυτή ούτε βλέμμα. Μπορεί πάλι να μη με γνώρισε, έτσι όπως έχω καταντήσει …

Γι’ αυτό σου λέω άστα. Καμιά φορά σκέφτομαι να πέσω στο πέλαγο να δω αν θα το προσέξει κανείς, να δω αν θα ακουστεί και για μένα κείνο το περίφημο «Άνθρωπος στη θάλασσα!». Θέλω να πέσω και να χαθώ σαν σκουπιδάκι. Να με πηγαίνει το κύμα ώσπου να με αποσυνθέσει το νερό, ώσπου να με διαλύσει η φύση. Και καθώς κάνω αυτές τις σκέψεις στέκομαι και κοιτώ την ταμπέλα με τον κανονισμό για τα απορρίμματα κι αναρωτιέμαι τι είδους σκουπίδι να ‘μαι …

Ζώα μεταφερόμενα ως φορτίο που πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδίου : Απαγορεύεται η απόρριψη.

Άλλα απορρίμματα συμπεριλαμβανομένων πλαστικών, συνθετικών σχοινιών, εξοπλισμού αλιείας, πλαστικές σακούλες, σκόνη αποτεφρωτή, γρέζια, μαγειρικά λάδια, επιπλέοντα υλικά στοιβασίας/συσκευασίας, χαρτί, κουρέλια, μέταλλο, μπουκάλια, πιάτα και παρόμοια απορρίμματα : Απαγορεύεται η απόρριψη.

Και για ακόμη μια φορά στη ζωή μου δεν ξέρω που ανήκω, αν πρέπει να πέσω ή όχι. Και για ακόμη μια φορά στη ζωή μου ψάχνω τα αρχίδια και το θάρρος. Και για ακόμη μια φορά στη ζωή μου πάω με τους κανόνες και τους κανονισμούς αντί να τους αψηφώ, να τους περιφρονώ και να τους χλευάζω, φουντάροντας στο κενό.

Κι αν κάτι είναι που με σώζει, είναι κείνα τα βράδια που τα νερά της θάλασσας μοιάζουν με μαύρο λάδι, που το κόκκινο φεγγάρι γουστάρει τη θάλασσα και θέλει να την πηδήξει. Ήσυχα βράδια κι ερωτικά. Τότε που λες, στέκομαι στην κουπαστή και χάνομαι, ακούω μόνο το κυματάκι να χουφτώνει τα βαμμένα τοιχώματα του πλοίου και σκέφτομαι τους πρώτους ανθρώπους. Τους βλέπω σαν και τώρα να τραβάν κουπί στην πιο δύσκολη και θαυμαστή περιπέτεια, στην πιο τολμηρή αναζήτηση. Θεέ μου τι δυνατοί, τι γενναίοι και άφοβοι άνδρες! Βλέπω τα σφιχτά και δουλεμένα απ’ το κουπί μπράτσα τους να κωπηλατούν απ’ το ένα βουνό – τότε δεν τα λέγανε ακόμα νησιά – στο άλλο. Και μετά στο επόμενο και στο από πίσω κι όσο πάει, όσο έβλεπε το μάτι τους. Αυτοί οι «Μαορί» του Αρχιπελάγους … Αιγαιοπελαγίτες και «Πολυνήσιοι» μαζί, πάνω στα μονόξυλά τους, πάνω στα καρυδότσουφλα, ναι αυτοί είχαν κι αρχίδια και θάρρος κι είχαν για θρησκεία και για πίστη τους δυο γυμνά μαστάρια, δυο σφριγηλά βυζιά, ό,τι πιο απλό, ό,τι πιο όμορφο για να λατρέψει ο νους του ανθρώπου. Αυτά σκέφτομαι και λέω πως η ζωή μου είναι όμορφη όπως και να ‘ναι. Αλλά εσύ έτσι να τα γράψεις, όπως στα ‘πα! Σαν εξομολόγηση. Μ’ ακούς; Σαν μαρτυρία. Έτσι ακριβώς!

Διαβάζεται παρέα με «Ξέμπαρκους»



Πηγή:kospanti.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου