Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Απόσπασμα | Ωστικό Κύμα | Νίκος Δαββέτας


   Επιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά.






 [....] 

Δούλευε στο ατελιέ μιας διαφημιστικής, χαμηλά στη Βουκουρεστίου, κι από το γραφείο της στον πέμπτο όροφο έβλεπε «πιάτο» την Ακρόπολη. Προνομιούχα θέση, προνομιούχος χώρος. Ιούλιος του ’92, σχεδόν στο ξεκίνημά της και η ζωή της χαμογελούσε. Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, συμπλήρωνε έναν χρόνο στο πόστο της και περίμενε πώς και πώς να πάρει την πρώτη της άδεια «μετ΄αποδοχών». Σκυμμένη πάνω απ΄τις μακέτες, δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Ο νους της ήδη αρμένιζε μακριά. Το κλιματιστικό δούλευε στο φουλ, όμως αυτή προτιμούσε να έχει μισάνοιχτο το παράθυρο. ΄Ενα χλιαρό αεράκι, που της θύμιζε πρώιμο μελτέμι, τρύπωνε κάθε τόσο αναδεύοντας τα χαρτιά της και τον καπνό από τα Σαντέ.
Ο κρότος, ξηρός, μεταλλικός, την έβγαλε από την ονειροπόλησή της. Τα τζάμια σείστηκαν, ο καφές χύθηκε στις στημένες σελίδες. Σχεδόν αμέσως μετά άρχισαν να ηχούν δαιμονισμένα οι συναγερμοί εκατοντάδων αυτοκινήτων και καταστημάτων. ΄Ολοι διαπεραστικοί, κάποιοι απ΄αυτούς διακοπτόμενοι σε ρυθμούς ντισκοτέκ, άλλοι ανεβάζοντας ολοένα στροφές σαν προειδοποίηση αεροπορικής επίθεσης. ΄Ενας ανελέητος πετροπόλεμος στ΄αυτιά της που δεν έλεγε να κοπάσει. Δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόση ώρα μεσολάβησε ώσπου να δει μπροστά της τον νεαρό σερβιτόρο από το κυλικείο τους να φωνάζει :
«Παιδιά, καίγεται το σύμπαν.... Τρέξτε να βοηθήσουμε».
«Πού να τρέξουμε; Τι έγινε;»
«Εδώ παρακάτω, έβαλαν βόμβα, υπάρχουν στον δρόμο άνθρωποι διαμελισμένοι... Κουνηθείτε».
Οι περισσότεροι συνάδελφοί της βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν διάλειμμα.
«Πού να τρέχουμε τώρα, Δέσποινα ; Ας πάνε οι μπάτσοι. Γι΄αυτό πληρώνονται...»
Κατέβηκε απο τις σκάλες. Πέντε όροφοι με μια ανάσα. Η τροχαία είχε ήδη διακόψει την κυκλοφορία, μα δεν έβλεπε ούτε περιπολικά ούτε ασθενοφόρα. Προσπάθησε να πλησιάσει στο σημείο στο οποίο κατευθυνόταν όλος ο κόσμος. Παντού πατούσε σε συντρίμμια. Οι βιτρίνες των μαγαζιών και οι τζαμαρίες των περισσότερων κτιρίων είχαν γίνει θρύψαλα. Πινακίδες, φώτα, διακοσμητικά πλακάκια είχαν αποκολληθεί από τις προσόψεις και βρίσκονταν πεταμένα εδώ κι εκεί. ΄Ανθρωποι σχηματίζοντας ημικύκλια γύρω από τους λαβωμένους προσπαθούσαν να τους δώσουν κουράγιο μέχρι να φτάσουν τα άφαντα, μέχρι στιγμής, ασθενοφόρα. Κάποιοι που ήξεραν από πρώτες βοήθειες προσπαθούσαν να φτιάξουν αυτοσχέδιους επιδέσμους από τα ρούχα των θυμάτων, άλλοι να τους δώσουν λίγο νερό.
«Βόμβα, βόμβα, βόμβα !» άκουγε σε κάθε της βήμα.
Ποιος παρανοϊκός εγκληματίας είχε βάλει βόμβα μέρα μεσημέρι στο κέντρο της πρωτεύουσας ;
Λιγάκι παρακάτω μια μαύρη λιμουζίνα, με κρατικές πινακίδες, καιγόταν σαν αποκριάτικο φαναράκι. «Ρουκέτα» έλεγαν τώρα οι διερχόμενοι, «ρουκέτα στο υπουργικό αμάξι». Ο υπουργός ήταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο αλλά μιλούσε, χειρονομούσε, έδειχνε να μην έχει πάθει τίποτα το σοβαρό.
Και τότε την είδε. Την ομοιοπαθή της. Αυτή που θα υποδυόταν αργότερα. Σαν να της έλεγε καταπρόσωπο η μοίρα : Κοίτα την, κοίτα την καλά, οι κινήσεις, οι μορφασμοί της θα σου χρειαστούν, θα χρειαστεί να την αντιγράψεις κάποτε. ΄Ετσι θα τρέχεις κι εσύ, αλλόφρονη, αλαφιασμένη, με τα χέρια στα μαλλιά, τα μάτια προς το παρόν στεγνά, το πρόσωπο κάτασπρο σαν κιμωλία, που τρίβεται στσα δάχτυλα, σαν σοβάς που φεύγει, που ξεφτίζει.
Μες στις φωτιές και την κάπνα, η άγνωστη αδελφή της στα γόνατα πεσμένη, γωνία Νίκης και Καραγεώργη Σερβίας να φωνάζει : «Ο γιος μου, πού είναι, πού τον πάτε; Ο γιος μου... μη μου τον κρύβετε !»
Η μέλλουσα αδελφή της στα γόνατα.
Σαν να το ήξερε. Αυτή η σκηνή ήταν η πρόβα. Η γενική δοκιμή. Το πραγματικό το έργο το ζούσε, το έπαιζε τώρα, πάνω στο σάπιο της σανίδι που ξάφνου είχε υποχωρήσει. [...]

Ωστικό Κύμα , Nίκος Δαββέτας, εκδόσεις Πατάκη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου