Με την πλάτη γυρισμένη στην εγγονή, η Αναστασία πιάνεται από τον ρουμπινέ στο μικρό ντουζ. Η βρύση σε όλη τη διάρκεια του μπάνιου δε σταματά να τρέχει. Η εγγονή κρατάει ένα κίτρινο ανθεκτικό σφουγγάρι, του ρίχνει μπόλικο αφρόλουτρο, το ακουμπάει στην πλάτη της γιαγιάς, κοιτάει μην τυχόν και ξεφύγουν τα πέντε της δάχτυλα απ΄το σφουγγάρι κι ακουμπήσουν τα γριίστικα κρέατα. Της τρίβει όπως όπως την πλάτη. Της λέει να σηκώσει τα βυζιά της. Η γιαγιά, με το ένα χέρι στον ρουμπινέ, με το άλλο προσπαθεί να βγάλει τις φουρκέτες απ΄τα μαλλιά της, ζορίζεται, τρίζει καθώς τεντώνεται, το νερό τρέχει. Η εγγονή περιμένει. ΄Ενας λευκός καταρράκτης, παγωμένος, πέφτει σε αργή κίνηση από την κορυφή μέχρι σχεδόν της μέση της γριάς. Η εγγονή πιέζει το πλαστικό μπουκάλι κι αφήνει δυο παράλληλες γραμμές σαμπουάν πάνω στον λευκό καταρράκτη, με το τηλέφωνο της ρίχνει για πολλή ώρα νερό προς όλες τις κατευθύνσεις, με πίεση, αποπάνω προς τα κάτω, αποκάτω προς τα πάνω, από τη μια, από την άλλη, να γίνει αφρός, ρίχνει και ρίχνει -δεν ακουμπά- ώσπου να μη βλέπει άλλο τα μαλλιά της γιαγιάς ν΄αφρίζουν. Το μικρό μπάνιο γεμίζει υδρατμούς.
Η γιαγιά αλείφει την Αναστασία με αρωματικά λάδια. Νωχελικά κυλιέται αυτή πάνω στα μάρμαρα, σκιές στην ομίχλη, ψίθυροι γυναικών, το νερό δε σταματά να τρέχει. Από τους λουλάδες ακούγεται το ρυθμικό του ανάβρυσμα. Τα ροζιασμένα χέρια της γιαγιάς απλώνουν τα αρωματικά στο τρυφερό κορμί της καλλίγραμμης εφήβου. Μία μία η γιαγιά βγάζει από τα μαλλιά της εγγονής τις φουρκέτες της, μαύρο ποτάμι χύνεται με ορμή πάνω στο λευκό μάρμαρο, γελάκια πνιχτά, κοριτσίστικα, ανάμεσα στους ατμούς, από το βάθος ένας αμανές. Κι άλλος ένας, μπερδεύονται τα λόγια τους. Απαλά, πολύ απαλά, χτενίζει με τα δάχτυλα τα μαλλιά της Αναστασίας, γλαρώνει, μελώνει εκείνη, αφήνεται στο ποτάμι να την πάρει, κάτι της μουρμουρίζει η γιαγιά στο αυτί.
Στο πιο ψηλό κάστρο εσύ πριγκιπέσα μου
τα πλουμιστά προικιά σου
δέκα της Ανατολής βεζιρόπουλα γύρευαν,
απ΄τα αρώματά σου μεθυσμένα,
τραγούδια με νταϊρέδες σε τραγουδάνε,
το ένα απ΄τα μακριά μαλλιά σου πιάνεται,
στο παραθύρι σου σκαρφαλώνει
την καρδιά του κάτω απ΄την κάπα του βγάζει
και σε τη δίνει.
Προσεχτικά, χωρίς να την ακουμπήσει, η εγγονή τυλίγει τη γιαγιά με μια κόκκινη Madame Figaro πετσέτα, καλοκαιρινή προσφορά του περιοδικού. Στο πλαστικό σκαμπό, τ΄ασπρόρουχα κι η ρόμπα της η σκούρη μπλε, φρεσκοσιδερωμένη, διπλωμένη ακριβώς στις τσακίσεις της.
σελ. 63-65
Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι ; Bίκυ Τσελεπίδου, Εκδόσεις Νεφέλη.
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου