Λογοτεχνικά ανήκει στην λεγόμενη "νεορομαντική σχολή" ή "γενιά του '20". Η γενιά αυτή αποτελείται από δημιουργούς επηρεασμένους από τα ρεύματα νεορομαντισμού και γαλλικού συμβολισμού. Έχουν στη βάση ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα τόσο όσο την αίσθηση της παρακμής και του αδιεξόδου. Νιώθουν διαλυμένοι προσωπικά κυρίως χωρίς ψεγάδι πίστης ή αισιοδοξίας με ένα βαθύ αίσθημα μελαγχολίας, το οποίο από τη μία τους κάνει να στρέφονται στο άτομο (πρωτοπορία στη λογοτεχνία για την εποχή) κι από την άλλη να βρίσκουν καταφύγιο σ' έναν κόσμο δικό τους ονειρικό. Έχουν εμμονή με τον έρωτα και το θάνατο.
Κύριος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής ο μεγάλος της έρωτας Κώστας Καρυωτάκης ακολουθώντας τον οι: Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.α.
Η Πολυδούρη εμφανίστηκε στα γράμματα από 14 ετών με ένα πεζοτράγουδο εμπνευσμένο από ένα τραγικό γεγονός (ένας νέος είχε ξεβραστεί στα κύματα των Φιλιατρών νεκρός), το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον να το εξετάσουμε σε σχέση με την μετέπειτα πορεία της. Το αίσθημα του πόνου και της απογοήτευσης, που θα είναι η ηχώ όλου της του έργου φαίνεται ήδη από αυτό το πεζοτράγουδο.
Όταν πέθαναν οι γονείς της μεταφέρθηκε στην Αθήνα μέσω της δημόσιας υπηρεσίας, που εργάζονταν, κι εκεί γνώρισε τον Καρυωτάκη δύο χρόνια μετά, που θα άλλαζε και θα καθόριζε τη ζωή της για πάντα. Την ίδια χρονιά γράφεται στη Νομική σχολή κι όχι στην Φιλολογία όπως θα περίμενε κανείς διότι ήθελε να διαπρέψει σε τομείς, που διαπρέπει το ανδρικό φύλο. Η μητέρα της της είχε μεταδώσει τις φεμινιστικές της ανησυχίες σε σημείο που η Μαρία έκανε παρέα με λόγιες κυρίες της εποχής όμοιας διάθεσης για μάχη υπέρ των γυναικείων δικαιωμάτων. Υπήρξε από τις ελάχιστες γυναίκες εκείνη την εποχή που φοιτούσε στο πανεπιστήμιο.
Με τον Καρυωτάκη την ενώνει κυρίως η ποίηση αλλά κι ένας έρωτας για τη ζωή. Βιώνουν ένα σφοδρό έρωτα μέσα στην τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής. Λίγους μήνες μετά η μοίρα τους παίζει άσχημο παιχνίδι και ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι νοσεί από σύφιλη. Η Πολυδούρη θα του κάνει πρόταση γάμου χωρίς να αποκτήσουν παιδιά όμως είναι πολύ περήφανος για να δεχτεί κάτι τέτοιο. Μετά απ αυτά τα γεγονότα η ποιήτρια γεμίζει με αμφιβολίες όσον αφορά τη σχέση τους, αν της λέει την αλήθεια ή αν είναι κάποιο κόλπο για να την απομακρύνει από κοντά του.
Σύμφωνα με την αδερφή της, Βιργινία, μετά τον χωρισμό τους συναντιούνται σαν “φίλοι” και μιλούν για ποίηση γνωρίζοντας και οι δύο πως ποτέ δε θα ξεπεράσουν αυτό το έντονο συναίσθημα, που ξέσπασε ανάμεσα τους. Η ψυχολογία της πέφτει κατακόρυφα κι αυτό την επηρεάζει και στις σπουδές και της και την δουλειά της, που τις παρατάει.
Κατά τη χρονιά του '24 αποδέχεται την πρόταση ενός νέου και ωραίου δικηγόρου που την αγαπάει και τη φλερτάρει πραγματικά κι ακούει στο όνομα Ανδρέας Γεωργίου. Μέσα στην απελπισία της τον αρραβωνιάζεται ενώ δε θα βγάλει από πάνω της ένα μεταγιόν με τη φωτογραφία του Καρυωτάκη.
Το '25 θα ασχοληθεί με το θέατρο και θα φοιτήσει σε δραματική σχολή και φτάνει ως και πρωταγωνίστρια παρατώντας εν τέλει την προσπάθεια της και πάλι να προοδεύσει σε κάτι. Είναι απογοητευμένη και νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά. Δεν υπάρχει σταθερότητα και σιγουριά στη φωνή της σκέψης της και του μελλοντικού της ονείρου. Διαλύει τον αρραβώνα της και μετακομίζει στο Παρίσι σπουδάζοντας υψηλή ραπτική το φθινόπωρο του '26. Είχε προβλήματα υγείας που τα αμέλησε κι εν τέλει οδηγείται στη φυματίωση. Νοσηλεύεται τον Φλεβάρη του '28 στη Γαλλία όμως επειδή δεν είχε οικονομικούς πόρους την συμβούλεψαν να γυρίσει στην Ελλάδα και να νοσηλευτεί εκεί.
Ο αδερφός της την βοηθάει οικονομικά και νοσηλεύεται στο “Σωτηρία” όπου στα τελευταία της στάδια θα την απομονώσουν σ' ένα καμαράκι της τρίτης πτέρυγας και θα συνδεθεί φιλικά με τον Γιάννη Ρίτσο όπου νοσηλευόταν κι εκείνος αφιερώνοντας του το ποίημα “Η θυσία”. Εκεί θα την επισκεφτεί και ο Καρυωτάκης μέσα στην αμηχανία σύμφωνα με μαρτυρίες του Ρίτσου, ο οποίος ήταν παρών.
Ο Καρυωτάκης γυρνάει στην Πρέβεζα και λίγο πριν την αυτοκτονία του της γράφει ένα γράμμα κάπως αυτοβιογραφικό και σε β' πληθυντικό πρόσωπο με τόνο εξομολογητικό.
Η αυτοκτονία του την συγκλονίζει και γράφει ασταμάτητα. Σταματά την κάθε θεραπεία και ιατρική εντολή κι αυτό ως ένα μεγάλο σημείο θα την οδηγήσει στο θάνατο κι από την άλλη στη αθανασία μ' ένα τρόπο τραγικό. Η πορεία της προς το θάνατο κι αυτό το αίσθημα της απελπισίας την βοηθάει να δώσει το κύρος και το ύψος στο έργο της, που την άφησε στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας για πάντα.
Στο τέλος της ίδιας χρονιάς εκδίδεται η πρώτη της ποιητική συλλογή “Τρίλλιες που σβήνουν” με μεγάλη απήχηση στους νέους της εποχής. Επηρεάστηκε πολύ από το θάνατο του Καρυωτάκη κι αυτό δεν κρύβεται τόσο στο έργο της αλλά και στη ζωή της. Το σκάει από την πτέρυγα της, βγαίνει έξω τα βράδια ξενυχτώντας, πίνοντας και καπνίζοντας. Την επισκέπτονται πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Άγγελος Σικελιανός.
Ο κριτικός της λογοτεχνίας Κώστας Στεργιόπουλος είπε για την Πολυδούρη: είναι ποιήτρια ερωτική που συνδυάζει το θέμα του θανάτου και του έρωτας. Ο έρωτας εξωραΐζει το θάνατο όσο ο θάνατος εξωραΐζει τον έρωτα. Από μορφολογικής απόψεως είναι φτωχή, αλλά αυτό έρχεται σε ίση γραμμή από την ένταση και τον παλμό της φωνής της.
Το τελευταίο χαρακτηριστικό δεν ήταν εύκολο να βρεθεί. Εκείνη την εποχή πολλοί γράφουν έξοχα λυρικά ποιήματα αλλά δε θα συγκινούν τους αναγνώστες, διότι τους λείπει ακριβώς αυτή η ειλικρινή ένταση στη φωνή του δημιουργού.
Στις 29 Απριλίου του '30 πεθαίνει όπως ακριβώς είχε προβλέψει σ' ένα ποίημα, που έγραψε το Φλεβάρη του '22. Η τραγικότητα όχι μόνο στην ποίηση της, αλλά και στη ζωή της. Έγραψε χαρακτηριστικά : "Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου