Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Κοιμήθηκα με τη βροχή | Πράξια Αρέστη

Με τα μάτια κλειστά σε βλέπω πιο καθαρά.
Η μορφή σου είναι πιο καθαρή όταν τη φαντάζομαι μέσα στη βροχή να τρέχει μακριά από μένα σαν σκιά αιώνια κυνηγημένη από την αγάπη.



Ξύπνησα με τον ήχο της βροχής, μέσα στη ζεστασιά του κρεβατιού μου κι είχα τη γεύση σου ακόμη στα χείλη μου. Όταν ήλθες ήταν ξάστερος ο ουρανός, γεμάτος αστέρια και μ' ένα ολόγιομο φεγγάρι. Άκουσα το παλιό σου jeep να σταματάει από κάτω, στο δρόμο.

Σηκώθηκα, πήγα στον καθρέφτη, έβγαλα έξω τον ένα ώμο, γυάλισα με σάλιο τα χείλη μου, άφησα κάτω τα μαλλιά μου όπως σου αρέσουν και έτρεξα στο παράθυρο. Δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα λεπτό από σένα.

Χτύπησες το κουδούνι, σου άνοιξα. Δεν πρόλαβα να πω ούτε "καλησπέρα". Κοιταχτήκαμε αμήχανα και με πήρες στον καναπέ, χωρίς το μυαλό μας να προλάβει να δώσει την έγκριση.

Σε πήρα από το χέρι και σε τράβηξα στο κρεβάτι. Σε φίλησα με πάθος και ρούφηξα λίγο από το ποτό και τον καπνό που είχες μέσα σου. Ποτέ ξανά οι γεύσεις της νύχτας δεν ήταν τόσο γλυκές. Τραβήχτηκες και τα μάτια σου αμέσως άλλαξαν. Γέννησαν μέσα τους φουρτούνες. Κατάλαβα. Χωρίς να το σκεφτώ σου είπα,

"μείνε απόψε. Μη φύγεις".

Μα είχες ήδη αρχίσει να φεύγεις. Σου άνοιξα την πόρτα και σου είπα με πνιγμένη και υποταγμένη φωνή,

"φύγε αν θες τι περιμένεις";

Χαμήλωσες το βλέμμα. Κάτι πήγες να πεις αλλά μετάνιωσες. Έφυγες. Έτσι απλά. Κι ο ήλιος που είχα μέσα μου έλιωσε και έγινε κίτρινη βροχή. Ο ξάστερος ουρανός γέμισε σύννεφα κι άρχισαν καταιγίδες. Κι ευχόμουν η βροχή να σε φέρει πίσω, όμως, οι ευχές σταμάτησαν όταν άκουσα τη μηχανή του παλιού σου jeep να ξεκινάει.

Έκλαψα, έκλαψα όσο καμία άλλη νύχτα. Άραγε υπάρχει μεγαλύτερη προδοσία από την προδοσία που ένιωθα; Ποιον πρόδωσες περισσότερο; Εμένα ή τον εαυτό σου; Γιατί ήλθες; Μήπως επειδή ήμουν το εύκολο κρεβάτι; Επειδή μαζί μου δεν υπάρχουν όχι και μη; Θα ξαναρθείς; Κι αν ξαναρθείς, θα ξαναφύγεις; Αντέχω; Πόσο αντέχω; Σε νοιάζει; Σε νοιάζει που ενώ φοβάμαι τις καταιγίδες θα κοιμηθώ και πάλι αγκαλιά μ' ένα μαξιλάρι να σκέφτομαι ότι δίνεις σε άλλην, αυτά που σε μένα έλεγες ότι μισούσες; Είμαι τόσο λίγη τελικά;

Η ώρα πέρασε. Τα δάκρυα απ' τα μάτια μου σταμάτησαν μαζί με τα γιατί. Οι λυγμοί δεν έπιασαν τόπο και αποχώρησαν. Θυμάμαι τον ήχο της βροχής να με νανουρίζει. Τόσο ρυθμική, μια να δυναμώνει και μια να χαμηλώνει. Να χτυπάει με δύναμη στην άσφαλτο, να πονάει, να σπάει όπως η καρδιά μου όμως να ξαναγυρνάει με μεγαλύτερο πείσμα και περίσσια αγάπη.

Κοιμήθηκα με τη βροχή αντί με σένα, ακόμη ένα βράδυ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου