Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Σπαστό ωράριο | Κώστας Παντιώρας


«Ξερνάνε θάνατο τα ωραία φουγάρα /

κι εγώ θρηνώ από τώρα τη γενιά μου»

Άλκης Αλκαίος



Δεν οδηγώ, δεν ξέρω να μαστορεύω και να χειρίζομαι μηχανήματα. Τα χέρια μου δεν πιάνουν. Καμαρώνω όμως συχνά για ένα ζευγάρι πόδια. Τα πόδια μου. Αν και κουμπώνουν κάπως αστεία, αταίριαστα καθώς είναι, πάνω στο υπόλοιπο κορμί, δεν παύουν να αποτελούν δυο δυνατές και στέρεες βάσεις που σηκώνουν το βάρος ενός σώματος ασθενικού και κουρασμένου. Τα πόδια τούτα με πάνε όπου ποθώ. Με θυμάμαι να περπατώ. Δουλειά μου είναι να περπατώ, κυρίως να καταγράφω. Είμαι το μαύρο κουτί, ο καταγραφέας πτήσεως στην επικείμενη συντριβή της κοινωνίας. Σαν έλθει η αναπόδραστος τραγωδία αναζητήστε με. Ψάξτε με μες στα καιόμενα χαλάσματα, πατήστε play, πατήστε και δείτε τι σας φέρνω.

Η γλώσσα, λένε, κόκαλα δεν έχει, κι όμως η γλώσσα που γράφω φέρει κατάγματα συντριπτικά. Μοναξιά, ταπεινώσεις, εξευτελισμοί και κάματος. Σαν το Θερσίτη δέχομαι όλες τις κατραπακιές. Πλατεία Ιπποδάμειας, Χρηματιστήριο του Γιουσουρούμ. Κένταυροι ολούθε, μισοί άνθρωποι – μισοί καρότσια και τρίκυκλα. Ακέφαλες κούκλες, ξεχαρβαλωμένα πικάπ, τρύπια μποτάκια σαν τα χρόνια μου που τρύπησαν κι αυτά. Γέμισαν με οπές και οι προσπάθειές μου. Μια απόχη η κάθε τόλμη και πως να πιάσει το αεράκι; Μπούχτισαν οι λεωφόροι μας στα καφεδάδικα take away. Φτηνά ξενοδοχεία πιο πάνω από την Κόνωνος. Εραστές και οδοιπόροι με σταματούν για πληροφορίες. Είμαι ο ληξίαρχος του άστεως, κατέχω τα κλειδιά. Ξέρω την πόλη σαν τη ροζιασμένη παλάμη μου. Σε άσκοπους περιπάτους στήνω τις φάκες μου σε στιγμές που σέρνουν τις κοιλιές τους στην απροσπέλαστη πλάτη του οικισμού μας. Μακάριος γίνομαι ευθύς σαν βρω το κάθε τι μικρό κι ανόητο. Το ασήμαντο ή το κακό που δεν παρατηράς.

Αρχαία καφενεία κι άγια πουτανάδικα. Μπύρα με ομελέτα και κιοφτέδες, μπαρ της Τρούμπας και της Αγιάς Σοφιάς. Άντρακλες της δουλειάς, άνδρες που λένε τα αγγλικά «εγγλέζικα». Άνδρες ψεύτες κι άλλοτε πάλι άνδρες ανθρωπάκια. Πάντως άνδρες όλοι τους τσακισμένοι απ’ τους αέρηδες και τις συμφορές. Σινέ Μελίνα, Δραπετσώνα. Σουβλάκια λαδολέμονο, χαλίκι και βασιλικός. Ένας μαγκούφης νοικοκύρης έχει τη βεράντα του σπιτιού του πλάι στο πανί. Μετά τη βραδινή, σαν πέσουν οι τίτλοι τέλους, βουτάει απ’ το μπαλκόνι του και μπαίνει στην οθόνη. Πρωταγωνιστής την ώρα που κοιμάστε.

Φίλοι στο μπαρ «Βαλχάλα». Καπνίζουμε πακέτο GR κόκκινο, αγορασμένο ρεφενέ. Το έμβασμα ακόμα να μπει. Προσωρινό σπίτι πίσω από το Σισμανόγλειο. Πρόχειρο κρεβάτι, ντάνες στο πάτωμα οι κουβέρτες. Το κρύο μπαίνει στο κόκκαλο σαν την ξυλόβιδα στο ξύλο. Και δώστου πάλι κάπνισμα. Και δώστου εσύ Φοίβο Δεληβοριά! Παίξε για εμάς, παίξε για τους ξεριζωμένους. Όχι απ’ τον γενέθλιο τόπο αλλά απ’ τον τόπο του συναισθήματος. Συ είσαι ο Καζαντζίδης των χωρισμένων.

Περνώ απ’ τους δρόμους που ζήσαμε. Τι θα απογίνουν τα σπίτια που κατοικήθηκαν με καύλα; Μεσίτη για προφήτη να ρωτήσω; Μακεδονίας 50, Σπετσών 6, Θερμοπυλών 15. Τόποι ιστορικοί, μάχες σώμα με σώμα μωρό μου, το σώμα σου πάνω στο δικό μου, μάχη και παλινωδία. Θυμάσαι που πηδηχτήκαμε μετά την κηδεία; Βλάσφημη λαγνεία! Τρέξαμε να φύγουμε μακριά από θείες με μαυρόρουχα και ναφθαλίνη, αφήσαμε στη μέση την ψαρόσουπα. Αφήσαμε ατελείς συζητήσεις κι αναπολήσεις για τις παλιές καλές ημέρες γύρω απ’ το τραπέζι των τεθλιμμένων. Ούρλιαζες «χύνω», ούρλιαζα «θανάτω θάνατον πατήσας».

Αιχμαλωτίζω τη ζήλεια μου σαν το μυρμήγκι στη γωνία. Την καπακώνω με τη χούφτα μου. Σαν με γαργαλήσει λίγο, την αφήνω να δω τι θα κάνει έτσι που την ξεβράκωσα. Κι αυτή όλο πάει. Πάει στους στοργικούς συζύγους, στις καλές περιπτώσεις, τα βαρβάτα πορτοφόλια. Ζευγάρια διαλέγουν μαζί πορσελάνες και ανοξείδωτα μαχαιροπήρουνα. Δείχνουν ευτυχισμένοι, σαν τον ανόητο που βγαίνει το πρωί δίχως ομπρέλα, ενώ όλα τα δελτία πρόγνωσης μιλούν για καταιγίδα.

Μένω βρεγμένος τώρα που το διάλειμμα μου τελειώνει. Σπαστό ωράριο. Ό,τι απομένει απ’ τη ζωή είναι το χαμαλίκι.

Μονάχα που και που στη μέση,

αιφνίδια με προσμένει,

μια περπατησιά δίχως πικρία,

σαν θαύμα

ή έστω σαν αλλόκοτα χαρμόσυνη ναυτία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου