Γιατί όταν μιλάς για τέτοιες εμπειρίες μοιάζει συχνά ιερόσυλο.
Πριν λίγες μέρες είδα το "Κατερίνα" του Κορτώ στο Θέατρο Βασιλάκου σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη με τη Λένα Παπαληγούρα και τη μουσική του Λόλεκ να συνοδεύει την ερμηνεία της επί σκηνής.
Το έργο ξεκινά με τη μητέρα του συγγραφέα να έχει μόλις αυτοκτονήσει. Με αφετηρία τη στιγμή που ο γιος της τη βρίσκει νεκρή και εκτεθειμένη αρχίζει η αφήγηση της ζωής της από την ίδια με άξονα πάντα την ψυχική ασθένεια και την αγωνία της διαχείρησής της.
Το "Βιβλίο της Κατερίνας" αποτελεί έναν παράξενο, αντισυμβατικό, μεστό και διαπεραστικό "επικήδειο" που οπτικοποιείται μέσω της παράστασης. Το έργο κρατά τα δυνατότερα κομμάτια του βιβλίου, αποδίδει απόλυτα τον αυτοσαρκασμό της βασικής ηρωίδας που λειτουργεί σαν σωτήρια λέμβος στον πόνο και συνοδεύει με μια κιθάρα ένα πανανθρώπινο βίωμα, μια κανονική οικουμενική ιστορία.
Έχοντας διαβάσει απνευστί το βιβλίο του Κορτώ και έχοντας θαυμάσει τη μεστότητα, την ειλικρίνεια, τη διαύγεια και τη δεινότητα με την οποία μεταφέρεται το βίωμα στον αναγνώστη αναρωτιόμουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι το θέατρο ποιο θα ήταν εκείνο το κάτι που θα με έκανε να αισθανθώ τον πόνο και την αγάπη που ξεχείλιζε τις σελίδες του βιβλίου.
Αλλά όπως στη συνέχεια κατάλαβα, η παράσταση δίνει στον θεατή ότι και το βιβλίο : τη ακλόνητη πεποίθηση πως η λεκτικοποίηση του τραύματος είναι μέρος της θεραπείας του παθούντος και του παρατηρητή.
Το αληθινό και το βιωμένο της ιστορίας αντανακλούν πόνο τραγωδίας και επιφέρουν μια απροσδιόριστη τελική αίσθηση. Δεν είναι ανατριχίλα απλά, μοιάζει με έκρηξη. Άλλωστε ακόμα και το ίδιο το βιβλίο "δεν έχει σκοπό να πονέσει κανέναν, εκτός από αυτούς που θα το διαβάσουν".
Ο θεατής της παράστασης γίνεται κοινωνός ενός απόλυτα καθηλωτικού βιώματος που αναβιώνεται πάνω στη σκηνή. Με την ευρηματική σκηνοθεσία του Νανούρη, ένα αέναο παιχνίδι φωτός, σκιάς και μουσικής οδηγεί τον θεατή σε μια μεταιχμιακή κατάσταση και μεταφέρει την ψυχική κατάσταση της Κατερίνας πίσω μας, γύρω μας, μέσα μας.
Ο ρυθμός του βιβλίου του Κορτώ που έχει συμπαρασύρει τόσους αναγνώστες και έχει μιλήσει ανοιχτά για την ψυχική ασθένεια δεν χάθηκε ούτε μια στιγμή. Όλη η παράσταση θυμίζει χτύπους καρδιάς που μεθοδικά και μοιραία θα οδηγήσουν σε ταχυπαλμία. Κάτι τόσο επιβλητικό κι ανθρώπινο κατακλείει τα πάντα, περιγράφει το φως και το σκοτάδι του ανθρώπινου μυαλού μέσα από την πιο καθαρή ανθρώπινη έκφραση, τη μουσική.
Η Λένα Παπαληγούρα είναι αυτό το κομμάτι της παράστασης για το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, όσες λέξεις και να διαθέσω, είναι αδύνατον να μεταδώσω τη δύναμη της ερμηνείας της, Ήταν απλά αυτό το συναίσθημα που νιώθεις πως η καρδιά του άλλου χτυπάει στο χώρο αλλά και μέσα σου, 80 συνεχόμενα λεπτά σε καταλύει και σε διαλύει. Η Παπαληγούρα βγαίνει για 3η χρονιά από αλώβητη από έναν ιδιαίτερο κι αληθινό ρόλο, δημιουργώντας μια παράσταση που δεν παρακολουθείται αλλά βιώνεται.
Δεν παύει ποτέ να είναι όπως και το βιβλίο ένα κείμενο με καυστικές αναφορές στις μανίες της ελληνικής οικογένειας και την άγνοια που μπορεί να γίνει δράμα, πάντα με χιούμορ και οξυδέρκεια.
Είναι τύχη και ενδιαφέρουσα κληρονομιά να υπάρχουν έργα σαν αυτό, κάποιοι για να μιλήσουν και να αποδώσουν την ανθρώπινη φύση, τον πόνο εκείνων που παλεύουν κάθε μέρα με ψυχικές ασθένειες και όσα η κοινωνία και τα άτομα άργησαν πολύ να καταλάβουν, να μιλήσουν, να δεχτούν, να αντιμετωπίσουν και να αυτοσαρκάσουν.
Για το φως και το σκοτάδι της ψυχής μας,για τις σκιές που μεγάλωσαν και μίκρυναν στο μικροσκοπικό φακό ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη, για ένα έργο που εύχομαι να επιβιώσει στο χρόνο αξίζει να κάτσει κανείς στις θέσεις του Θεάτρου Βασιλάκου.
Υ.Γ.: Δεν είμαστε ικανοί για κριτική στην Τέχνη, μόνο για το βίωμα ήθελα να μιλήσω.
Πριν λίγες μέρες είδα το "Κατερίνα" του Κορτώ στο Θέατρο Βασιλάκου σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη με τη Λένα Παπαληγούρα και τη μουσική του Λόλεκ να συνοδεύει την ερμηνεία της επί σκηνής.
Το έργο ξεκινά με τη μητέρα του συγγραφέα να έχει μόλις αυτοκτονήσει. Με αφετηρία τη στιγμή που ο γιος της τη βρίσκει νεκρή και εκτεθειμένη αρχίζει η αφήγηση της ζωής της από την ίδια με άξονα πάντα την ψυχική ασθένεια και την αγωνία της διαχείρησής της.
Το "Βιβλίο της Κατερίνας" αποτελεί έναν παράξενο, αντισυμβατικό, μεστό και διαπεραστικό "επικήδειο" που οπτικοποιείται μέσω της παράστασης. Το έργο κρατά τα δυνατότερα κομμάτια του βιβλίου, αποδίδει απόλυτα τον αυτοσαρκασμό της βασικής ηρωίδας που λειτουργεί σαν σωτήρια λέμβος στον πόνο και συνοδεύει με μια κιθάρα ένα πανανθρώπινο βίωμα, μια κανονική οικουμενική ιστορία.
Έχοντας διαβάσει απνευστί το βιβλίο του Κορτώ και έχοντας θαυμάσει τη μεστότητα, την ειλικρίνεια, τη διαύγεια και τη δεινότητα με την οποία μεταφέρεται το βίωμα στον αναγνώστη αναρωτιόμουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι το θέατρο ποιο θα ήταν εκείνο το κάτι που θα με έκανε να αισθανθώ τον πόνο και την αγάπη που ξεχείλιζε τις σελίδες του βιβλίου.
Αλλά όπως στη συνέχεια κατάλαβα, η παράσταση δίνει στον θεατή ότι και το βιβλίο : τη ακλόνητη πεποίθηση πως η λεκτικοποίηση του τραύματος είναι μέρος της θεραπείας του παθούντος και του παρατηρητή.
Το αληθινό και το βιωμένο της ιστορίας αντανακλούν πόνο τραγωδίας και επιφέρουν μια απροσδιόριστη τελική αίσθηση. Δεν είναι ανατριχίλα απλά, μοιάζει με έκρηξη. Άλλωστε ακόμα και το ίδιο το βιβλίο "δεν έχει σκοπό να πονέσει κανέναν, εκτός από αυτούς που θα το διαβάσουν".
Ο θεατής της παράστασης γίνεται κοινωνός ενός απόλυτα καθηλωτικού βιώματος που αναβιώνεται πάνω στη σκηνή. Με την ευρηματική σκηνοθεσία του Νανούρη, ένα αέναο παιχνίδι φωτός, σκιάς και μουσικής οδηγεί τον θεατή σε μια μεταιχμιακή κατάσταση και μεταφέρει την ψυχική κατάσταση της Κατερίνας πίσω μας, γύρω μας, μέσα μας.
Ο ρυθμός του βιβλίου του Κορτώ που έχει συμπαρασύρει τόσους αναγνώστες και έχει μιλήσει ανοιχτά για την ψυχική ασθένεια δεν χάθηκε ούτε μια στιγμή. Όλη η παράσταση θυμίζει χτύπους καρδιάς που μεθοδικά και μοιραία θα οδηγήσουν σε ταχυπαλμία. Κάτι τόσο επιβλητικό κι ανθρώπινο κατακλείει τα πάντα, περιγράφει το φως και το σκοτάδι του ανθρώπινου μυαλού μέσα από την πιο καθαρή ανθρώπινη έκφραση, τη μουσική.
Δεν παύει ποτέ να είναι όπως και το βιβλίο ένα κείμενο με καυστικές αναφορές στις μανίες της ελληνικής οικογένειας και την άγνοια που μπορεί να γίνει δράμα, πάντα με χιούμορ και οξυδέρκεια.
Είναι τύχη και ενδιαφέρουσα κληρονομιά να υπάρχουν έργα σαν αυτό, κάποιοι για να μιλήσουν και να αποδώσουν την ανθρώπινη φύση, τον πόνο εκείνων που παλεύουν κάθε μέρα με ψυχικές ασθένειες και όσα η κοινωνία και τα άτομα άργησαν πολύ να καταλάβουν, να μιλήσουν, να δεχτούν, να αντιμετωπίσουν και να αυτοσαρκάσουν.
Για το φως και το σκοτάδι της ψυχής μας,για τις σκιές που μεγάλωσαν και μίκρυναν στο μικροσκοπικό φακό ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη, για ένα έργο που εύχομαι να επιβιώσει στο χρόνο αξίζει να κάτσει κανείς στις θέσεις του Θεάτρου Βασιλάκου.
Υ.Γ.: Δεν είμαστε ικανοί για κριτική στην Τέχνη, μόνο για το βίωμα ήθελα να μιλήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου