Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο Δύο | Σταμάτης Παρασκευάς

Το αναμμένο πρόσωπό σου στο φεγγάρι,
σα μικρή φλογίτσα κεριού που τρεμοσβήνει
σ' αίθουσα μεγάλη κι ολοσκότεινη
ή ολοσκότεινη και μεγάλη
εκτεθειμένο
στο φωτογραφικό φλας της νύχτας,
αιώνια στιγματισμένο en face και προφίλ
και 3/4
στην νύχτα, στους αιώνες -κι αυτό δεν είναι μια ποιητική υπερβολή.
Νυχτερινός,
απαλός σαν το δέρμα σου το αγγιγμένο
-γιατί ποιο ανέγγιχτο πράγμα, θα μου πεις, νιώθεται;
Αναιπέσθητα
-αν και πέρα για πέρα εκτυφλωτικά φωτεινό απ' το φεγγάρι-
σαν το αλαφρύ σου δέρμα
που σα χιόνι και σεντόνι κι ουρανός -που με τόσο βάρος
καν δεν τον νιώθουμε να μας συνθλίβει-
σαν τη σαρκα σου, που την έχεις ή την είσαι,
αναιπέσθητα προκύπτεις σαν το όνειρο,
υγρασία από ένα ξεχειλισμένο προσυνειδητό,
ανεπαίσθητα προκύπτεις σα σαρδάμ
ή αθέλητος μικροτραυματισμός,
σαν νύχτα.
Όλες αυτές οι νεκρές, φθαρμένες λέξεις
χυτρισμένες
-ή όπως τους δίνω άλλοθι και τις λέω απλώς οικείες-
ψιθύρισέ τες, μια κι η φωνή σου δίνει μια πνοή αθανασίας.
Η γλώσσα είναι ό,τι πιο εφευρετικό επινοήσαμε ως τεχνική αθανασίας,
μα στα χαμηλόφωνα, τα ψιθυριστά, τα καθημερινά,
τα ανεξιδανίκευτα.
Ξέρω πως δε σ' αρέσει η ποίησή μου
-(γελώ) εννοώ η γλώσσα που χρησιμοποιώ.
Πριν σε ποθήσω, δεν πόθησα τη μορφή σου κι ούτε αυτή σου η μορφή μου φέρνει ό,τι πόθησα.
Πιο δω (μα τι πιο λίγο, τι πιο πολύ, ποιά η σημασία,)- που κει μέσα υπάρχεις.
Η χαμένη αρμονία και συνέπειά μας
δε χάθηκε ολοσχερώς, μα λανθάνει
στο πάθος -στην οριακή κατάσταση πέρα από το κακοκάγαθο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου