Τι χρώμα έχουν οι πληγές; Βυσσινί. Μυρίζουν αίμα και γλυκάνισσο. Πονάνε, μα όταν ξεκινούν να σχηματίζουν κρούστα ειναι απαλές και ανεκτίμητες. Μπορείς πια να τις ψηλαφίσεις και να εγκύψεις στα συστατικά τους. Να μάθεις. Να ξηλώσεις προσεχτικά τη γάζα από θλίψεις και δάκρυα που τις περικλείουν και να τις αφήσεις εκτεθειμένες στο χάδι του ήλιου και του αέρα. Είσαι ελεύθερος.
Η Αλεξάνδρα αισθανόταν ελεύθερη εκείνο το πρωινό που περπατούσε ολομόναχη στο λερωμένο πεζοδρόμιο. Έβλεπε πράγματα που τα παρατηρούσε πρώτη φορά εδώ και καιρό· καιρό που κοίταζε αποκλειστικά μέσα της. Τους ιβίσκους που τεντώνονταν νωχελικά στα παρτέρια, τα περιστέρια που τσιμπολογούσαν ξεχασμένα σποράκια στις πλάκες, τα κουλούρια του δρόμου που μοσχομύριζαν ψωμί και αναμνήσεις, τα σύννεφα που σκέπαζαν αλλά δεν κατάφερναν να καλύψουν τον νυσταγμένο ουρανό. Το μπλε νικούσε και ο ουρανός ξεσκεπαζόταν μπροστά στα μάτια της.
Αυτό το υγρό γκριζογάλανο φίλτρο πόσο το λάτρευε. Λάτρευε την κίνηση και τους δρόμους. Ένα ζευγάρι μεσηλίκων περπατούσε αγκαλιασμένο στο πλάι της. Χωρίς να βιάζονται, έμοιαζαν δυο τέλειες πινελιές στο κάδρο της αγουροξυπνημένης πόλης. Και τότε ο άνδρας σήκωσε το δάχτυλό του κι έδειξε κάτι στη γυναίκα, κατόπιν έβγαλε τα γυαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο με τόση τρυφερότητα, που η καρδιά της Αλεξάνδρας ήχησε παράξενα. Τι ήχο κάνουν οι ρωγμές; Τέτοιον.
Κοίταξε στα πόδια της. Ω, όχι. Βιάστηκε να τραβήξει την κλωστή που συγκρατούσε τη γάζα και η πληγή της μάτωσε κι άφηνε κόκκινες σταλαγματιές στο πεζοδρόμιο. Έπαψε να θυμάται πού ακριβώς πήγαινε, αν είχε να συναντήσει κάποιον ή αν ήταν εντελώς μόνη της. Περίεργο. Ένιωθε ευτυχισμένη που ήταν μόνη. Έκλεισε τα μάτια της. Το γκριζογάλανο έγινε μαύρο.
"Αλεξάνδρα άνοιξε τα μάτια σου! Κοίτα τι έκανες. Κοίτα!"
Η Αλεξάνδρα άνοιξε φοβισμένα τα βλέφαρά της. Η κορνίζα του γάμου της βρισκόταν κατάχαμα και το γυαλί της ήταν θρυμματισμένο. Το σπίτι ήταν μισοσκότεινο μα οι κόρες των ματιών του γυάλιζαν στο σκοτάδι. Η οργή του θα ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό. Του είχε αντιμιλήσει. Κι όχι μόνο του είχε αντιμιλήσει αλλά τόλμησε να πετάξει τη φωτογραφία τους στο πάτωμα. Πριν αναλογιστεί τι κατάληξη θα μπορούσε να έχει η απερίσκεπτη αντίδρασή της, το χαστούκι προσγειώθηκε με κρότο στο μάγουλό της. Κι αμέσως μετά το δεύτερο. Ανασήκωσε τους αγκώνες της και έκρυψε το πρόσωπό της για να το προστατεύσει. Η κίνησή της δεν τον εμπόδισε να την αρπάξει από τα μαλλιά και να τη σπρώξει με δύναμη στον καναπέ τους. Η Αλεξάνδρα έπεσε με τα μούτρα και γέμισε δάκρυα, σάλια κι απόγνωση το πανάκριβο ύφασμα. Έπεσε πίσω της. Χωρίς να σταματήσει να τραβάει τα μαλλιά της, της έσκισε το εσώρουχο και μπήκε βίαια μέσα της. Ούρλιαξε από πόνο. Αυτό τον έκανε να αφηνιάσει. Εξακολούθησε να τη χτυπάει σχεδόν παντού ως τη στιγμή που η αγανάκτησή του ξεθύμανε στο πληγιασμένο έντερό της.
"Εξ αιτίας σου χάνω τον έλεγχο Αλεξάνδρα..." μουρμούρισε ανάμεσα στα αναφιλητά της και το χέρι του έψαξε σπασμωδικά το στόμα της. Το έφραξε. "Μην κλαις... ήσουν κακό κορίτσι... το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Έπρεπε να σε τιμωρήσω" είπε ξεφυσώντας στο σβέρκο της. "Τα κακά κορίτσια τιμωρούνται Αλεξάνδρα." Έφυγε από το σώμα της.
Η Αλεξάνδρα δεν έχασε χρόνο. Πετάχτηκε όρθια και έτρεξε στο μπάνιο. Κλείδωσε την πόρτα και ακούμπησε όλο το βάρος του κορμιού της πάνω στην κρύα, λακαριστή επιφάνεια. Τρέμοντας κοίταξε στα πόδια της. Σταγόνες από αίμα κυλούσαν στα γόνατά της, ύστερα στις γάμπες της και κατέληγαν στα πλακάκια. Γέμισε τη μπανιέρα. Το αφρόλουτρο μύριζε βύσσινο και γλυκάνισσο. Και ήταν μόνη της. Έκλεισε τα μάτια...
Η Αλεξάνδρα αισθανόταν ελεύθερη εκείνο το πρωινό που περπατούσε ολομόναχη στο λερωμένο πεζοδρόμιο. Έβλεπε πράγματα που τα παρατηρούσε πρώτη φορά εδώ και καιρό· καιρό που κοίταζε αποκλειστικά μέσα της. Τους ιβίσκους που τεντώνονταν νωχελικά στα παρτέρια, τα περιστέρια που τσιμπολογούσαν ξεχασμένα σποράκια στις πλάκες, τα κουλούρια του δρόμου που μοσχομύριζαν ψωμί και αναμνήσεις, τα σύννεφα που σκέπαζαν αλλά δεν κατάφερναν να καλύψουν τον νυσταγμένο ουρανό. Το μπλε νικούσε και ο ουρανός ξεσκεπαζόταν μπροστά στα μάτια της.
Αυτό το υγρό γκριζογάλανο φίλτρο πόσο το λάτρευε. Λάτρευε την κίνηση και τους δρόμους. Ένα ζευγάρι μεσηλίκων περπατούσε αγκαλιασμένο στο πλάι της. Χωρίς να βιάζονται, έμοιαζαν δυο τέλειες πινελιές στο κάδρο της αγουροξυπνημένης πόλης. Και τότε ο άνδρας σήκωσε το δάχτυλό του κι έδειξε κάτι στη γυναίκα, κατόπιν έβγαλε τα γυαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο με τόση τρυφερότητα, που η καρδιά της Αλεξάνδρας ήχησε παράξενα. Τι ήχο κάνουν οι ρωγμές; Τέτοιον.
Κοίταξε στα πόδια της. Ω, όχι. Βιάστηκε να τραβήξει την κλωστή που συγκρατούσε τη γάζα και η πληγή της μάτωσε κι άφηνε κόκκινες σταλαγματιές στο πεζοδρόμιο. Έπαψε να θυμάται πού ακριβώς πήγαινε, αν είχε να συναντήσει κάποιον ή αν ήταν εντελώς μόνη της. Περίεργο. Ένιωθε ευτυχισμένη που ήταν μόνη. Έκλεισε τα μάτια της. Το γκριζογάλανο έγινε μαύρο.
"Αλεξάνδρα άνοιξε τα μάτια σου! Κοίτα τι έκανες. Κοίτα!"
Η Αλεξάνδρα άνοιξε φοβισμένα τα βλέφαρά της. Η κορνίζα του γάμου της βρισκόταν κατάχαμα και το γυαλί της ήταν θρυμματισμένο. Το σπίτι ήταν μισοσκότεινο μα οι κόρες των ματιών του γυάλιζαν στο σκοτάδι. Η οργή του θα ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό. Του είχε αντιμιλήσει. Κι όχι μόνο του είχε αντιμιλήσει αλλά τόλμησε να πετάξει τη φωτογραφία τους στο πάτωμα. Πριν αναλογιστεί τι κατάληξη θα μπορούσε να έχει η απερίσκεπτη αντίδρασή της, το χαστούκι προσγειώθηκε με κρότο στο μάγουλό της. Κι αμέσως μετά το δεύτερο. Ανασήκωσε τους αγκώνες της και έκρυψε το πρόσωπό της για να το προστατεύσει. Η κίνησή της δεν τον εμπόδισε να την αρπάξει από τα μαλλιά και να τη σπρώξει με δύναμη στον καναπέ τους. Η Αλεξάνδρα έπεσε με τα μούτρα και γέμισε δάκρυα, σάλια κι απόγνωση το πανάκριβο ύφασμα. Έπεσε πίσω της. Χωρίς να σταματήσει να τραβάει τα μαλλιά της, της έσκισε το εσώρουχο και μπήκε βίαια μέσα της. Ούρλιαξε από πόνο. Αυτό τον έκανε να αφηνιάσει. Εξακολούθησε να τη χτυπάει σχεδόν παντού ως τη στιγμή που η αγανάκτησή του ξεθύμανε στο πληγιασμένο έντερό της.
"Εξ αιτίας σου χάνω τον έλεγχο Αλεξάνδρα..." μουρμούρισε ανάμεσα στα αναφιλητά της και το χέρι του έψαξε σπασμωδικά το στόμα της. Το έφραξε. "Μην κλαις... ήσουν κακό κορίτσι... το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Έπρεπε να σε τιμωρήσω" είπε ξεφυσώντας στο σβέρκο της. "Τα κακά κορίτσια τιμωρούνται Αλεξάνδρα." Έφυγε από το σώμα της.
Η Αλεξάνδρα δεν έχασε χρόνο. Πετάχτηκε όρθια και έτρεξε στο μπάνιο. Κλείδωσε την πόρτα και ακούμπησε όλο το βάρος του κορμιού της πάνω στην κρύα, λακαριστή επιφάνεια. Τρέμοντας κοίταξε στα πόδια της. Σταγόνες από αίμα κυλούσαν στα γόνατά της, ύστερα στις γάμπες της και κατέληγαν στα πλακάκια. Γέμισε τη μπανιέρα. Το αφρόλουτρο μύριζε βύσσινο και γλυκάνισσο. Και ήταν μόνη της. Έκλεισε τα μάτια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου