Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Tres metros sobre el cielo | Clementine

Είχε αυτό τον άνεμο, τον απαλό, το καλοκαιρινό ζεστό ανεμο, αυτόν που μόλις βγαινεις από τη θάλασσα βραδάκι σε διαπερνά και σε ζωντανεύει, αυτόν που σε κάνει να αναπνέεις και να χάνεσαι από το χρώμα του, χρώμα ζωντανό, σου θυμίζει κάτι το άπιαστο, κάτι το οποίο δεν έχεις ξαναβιώσει αλλά είναι αυτό που επιθυμείς-λόγω του χρώματός του. Σε έπαιρνε και δεν σου επέτρεπε να πατήσεις ξανά στη γη. Σε σήκωνε ψηλά και αυτό ήταν το παντοτινό. Χανόσουν δίχως να θες να επιστρέψεις τα πόδια σου στην άμμο. Η ώρα περνάει, εσύ χορεύεις. 
Αλλά πλέον νιώθεις ότι τα φτερά σου δεν έχεις την ικανότητα να τα κουνήσεις. 
Ύπουλα παίζει. 
 Είναι σαν κάτι το οποίο δεν μπορείς να διαχειριστείς. Ένα συναίσθημα το οποίο έχεις πλέον χάσει, κάτι σου θυμίζει από τα παλιά αλλά δεν είσαι σίγουρος για το αν το είχες ζήσει στην πραγματικότητα ή σε κάποιο όνειρο-ή εφιάλτη. Και αυτή η ανησυχία για τη συσχέτιση πραγματικότητας ή φαντασίας σε κρατάει ξάγρυπνο κάθε βράδυ. Όταν είσαι μόνος σου ακόμα και αν έχει φως εσύ βρίσκεσαι στο σκοτάδι, κάποιες φορές το σκοτάδι έχει περισσότερο φως. Δυσκολεύομαι να διακρίνω την πραγματικότητα στην μοναξιά μου. Όταν δεν είσαι μόνος είναι όλα πραγματικότητα. 
Πρόσωπα-καπνοί-μέσα στο σκοτάδι σου.
 Ο άνεμος διαρκώς σε έχει σηκωμένο αλλά το αίσθημα βαραίνει όσο ο χρόνος σε διαπερνά, είναι σαν την βαρύτητα, τόσο πιο πολύ σε επιθυμεί να φτάσεις στο κέντρο. Σε κάποια στιγμή δεν αντέχεις άλλο να πετάς, το αχανές τοπίο σε πνίγει, θέλεις να πατήσεις κάπου. Είναι γιατί πετάς μόνος σου, ή μάλλον επιπλέεις μέσα σε σκέψεις. Δεν συγκλίνεις κάπου, ούτε προσδιορίζεσαι από κάτι. Είναι αυτό που επιθυμείς, να προσδιοριστείς, να πατήσεις, έστω και αν βουλιάξεις, ας βουλιάξεις. 
Δεν αντέχεις άλλο τα θολά τοπία, σε εκδικούνται κάθε βράδυ, δίχως να φέρεις ευθύνη.
 Είναι ταλαιπώρια να ανταμώνουμε έστω και σαν σκέψεις. Αυτό είναι χειρότερο.
 Ο άνεμος κάθε βράδυ σε παίρνει πιο μακριά, αυτό γιατί τόλμησες να σκεφτείς παραπάνω από όσο πρέπει. Πρέπει να σταματήσεις, αλλά είσαι τέτοιος άνθρωπος. 
Ο άνεμος κάθε βράδυ φυσάει και πιο δυνατά, και τα κομμάτια σου αρχίζουν να αχνοφαίνονται όλο και περισσότερο. Δεν θες-το πολεμάς-αλλά τέτοιος είσαι.
Χάνεσαι γιατί ένα βράδυ σου έδωσε το έναυσμα και σου πρότεινε ένα χορό. Όλα για ένα χορό, που ήταν τσάμπα, αλλά τον πλήρωσες με τα περισσότερα. Κάθε βράδυ ξεπληρώνεις το δωρεάν που έλαβες. 
Και το πάτημα ξέρεις τι θα σου προσφέρει, άφεση σκέψεων-αυτό είναι που θέλεις, αυτό το κομμάτι είναι το κερδοφόρο. Γερνάμε και πληρώνουμε, κάθε βράδυ, όλα τα πληρώνουμε.
Το πως ήρθε, το πως φεύγει και ανταμώνουμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου