Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Σελιδοδείκτης | ΚΙΧ| Βίκυ Τσελεπίδου| Ελενίτ| Μαρίνα Καρτελιά

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά. 



ΚΙΧ

 


Βίκυ Τσελεπίδου 

 

Σαν μαινόμενη ύαινα μπούκαρε στο δωμάτιο. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες, σάλια του έτρεχαν από το στόμα, ανέπνεε από το στόμα, τα δόντια του θαρρείς, οι κυνόδοντες, πως μέσα σ΄ένα απόγευμα μεγάλωσαν, πόσες εκατοντάδες χρόνια θέλει ένα σταλαγμίτης, ένας σταλακτίτης για να μεγαλώσει λίγα εκατοστά, πώς αυτουνού μέσα σ΄ένα απόγευμα μόνο;

    - Πού είσαι; Πού είσαι, γαμώ τη γαμιόλα μου, βάραγε με γροθιές την πόρτα, τους τοίχους, βάρεσε χαμηλά στο ροζ γραφειάκι, μια Μπάρμπι με στολή παραλίας που ακουμπούσε στην άκρη του, μαγιό, παρεό, τσάντα θαλάσσης, γυαλιά ηλίου, σαγιονάρες, τινάχτηκε στον αέρα, προσγειώθηκαν ανώμαλα τα πράγματά της γύρω, στη μία γωνία η δεξιά της σαγιονάρα, στην άλλη η αριστερή, Κλότσησε την καρέκλα από μπροστά του, γονάτισε να κοιτάξει κάτω από το κρεβάτι, σηκώθηκε, χτύπησε με δύναμη την πόρτα της ντουλάπας σαν να ήθελε να τη σπάσει, δεν χρειαζόταν να τη σπάσει, από το χερούλι, από το πόμολο αν την τράβαγε, αμέσως εκείνη θα άνοιγε, δεν ήταν άλλωστε και τόσο καλά κλεισμένη, από μια λεπτή χαραμάδα έμπαινε το φως μέσα. ΄Ισα που ακούστηκε ένας μικρός λυγμός, δεν μπορείς όλους τους λυγμούς να τους καταπίνεις. ΄Άνοιξε με λύσσα την ντουλάπα, κουλουριασμένη, χέρια πόδια αγκαλιαστά, με το πρόσωπο ανάμεσα στα γόνατα να κοιτάει το πάτωμα, όχι το τίποτα, το πάτωμα, μωσαϊκό γκρι με λογιών λογιών πετραδάκια σαν αυτά που μαζεύανε τις Κυριακές στην παραλία, όλη αυτή την ώρα παρατηρούσε τα χρώματα και τα σχήματά τους, πορτοκαλιά, γαλάζια, βυσσινιά, τρίγωνα και πολύγωνα αλλοιωμένα κάπως, τρεμάμενα από το λοξό φως της χαραμάδας, μπροστά ριγμένα τα μαλλιά της, μαλλάκια με μπούκλες ακόμη, από τα μαλλιά την τράβηξε.

    - Ποιος σου είπε να κρύβεσαι εσένα, ε, ποιος; Ποιος σ΄τα μαθαίνει αυτά, ε; Ποιος, γαμώ τη γαμιόλα μου! Σήκω! Σήκω, λέω, να δεις μια ψεύτρα, μια πουτάνα που έχουμε στο σαλόνι. Πετάγονταν σάλια μαζί με τις κουβέντες του. Αφροί.

    Την έσυρε μέχρι εκεί. Ο ήλιος βάραγε το δωμάτιο από παντού. Αύγουστος. Ανάσκελα. Κουρτίνες ανοιχτές. Πότε πρόλαβαν και ξεράθηκαν όλα τα αίματα. Ο σκύλος τής έγλειφε τα μάτια, η γλώσσα του μια της άνοιγε και μια της έκλεινε τα βλέφαρα. Κιχ ο σκύλος, μόνο έγλειφε.

    - Καμάρωσε μια μάνα που γούσταρε να χαχανίζει! Μην κλάψεις, μην τολμήσεις! Κιχ να μην ακούσω, ακούς; Κιχ! Τίποτα.

     ΄Η με τη μάνα σου ή με τον πατέρα σου εσύ τώρα. Κιχ!

    Τη μέρα που η Αγλαΐα γέννησε τη Μάρθα, ο Φίλιππος της πήγε στο νοσοκομείο ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα, ροζ, δέκα επτά, στις δέκα επτά του μήνα γέννησε, 17.5.2008 έγραφε η ψηφιακή φωτογραφία που τους τράβηξε η νοσοκόμα.

    Το βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του, λευκά σεντόνια, φως η αντανάκλασή του στο λευκό, ο πατέρας σκέπη πάνω τους με το ένα χέρι στη γυναίκα και το άλλο στην κορούλα του, γερμένο κάπως το κεφάλι του σχεδόν ακουμπούσε στης Αγλαΐας, οι σκιές τους στο πάτωμα, μια σκιά όλες οι σκιές, αρνητικό από φιλμ παλιάς μηχανής. Χαμόγελα από δω και πέρα. Η Αγλαΐα έγινε μάνα. Τέρμα τα χαχανίσματα.

 

Βίκυ Τσελεπίδου

Ελενίτ

Εκδόσεις Νεφέλη, 2014.


         

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου