Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Οι άλλοι εμείς | Πράξια Αρέστη

Ένα σκοτεινό μονοπάτι και συ στο τέρμα με πρόσωπο σκοτεινό, γεμάτο σκιές. Τι γυρεύω εγώ εδώ; Ένας στενός διάδρομος με τοίχους λερωμένους, προχωρώ και περπατάς πίσω μου, περιμένω τα χέρια σου να μ' αγγίξουν κι όμως όταν τα νιώθω στην πλάτη μου τρομάζω.



Όταν ανοίξουν τα φώτα δεν ξέρω ποιος από τους δύο θα στέκεται απέναντί μου. Δεν ξέρω αν θ' αντικρύσω το σκληρό πρόσωπο με τα θυμωμένα μάτια ή τον άλλο με το όμορφο χαμόγελο και τα γλυκά μάτια. Όποιος κι αν είναι όμως θα τον δεχτώ χωρίς να μιλήσω. Γιατί τους αγάπησα και τους δύο σου εαυτούς. Κι αυτόν που με χαϊδεψε κι έβαλε τα χέρια του απαλά ανάμεσα στα πόδια μου κι αυτόν που με βία και δύναμη με έσπρωχνε μακριά του.


Ποιος από τους δύο σου εαυτούς με θέλει άραγε πιο πολύ; Είναι μία ερώτηση της οποίας την απάντηση καλύτερα να μη μάθω ποτέ. Ποιον από τους δύο σου εαυτούς έχω εγώ αγαπήσει πιο πολύ; Τρομάζω με τον εαυτό μου όταν σκέφτομαι "και τους δύο". Κι αυτόν που μου σκίζει τη σάρκα και με μαστιγώνει με σιωπές και βρισιές κι αυτόν που μ' αντιμετωπίζει σαν ένα αβοήθητο στα χέρια του παιδάκι.

Όλες οι σκέψεις μου κόβονται αποτόμα όταν το πρόσωπό σου βρίσκεται σε απόσταση ανάπνοης από το δικό μου. Κι εικόνα θολώνει. Θυμάμαι μόνο τις σκιές από το πρόσωπό σου να χάνονται και την καρδιά μου να σταματάει να χτυπάει δυνατά από γιατί τα αντίκρυσα αυτόν με το όμορφο χαμόγελο και τα γλυκά μάτια. Αυτός που αγάπησα εξαρχής κι όχι ο άλλος ο κακός που, αλίμονο, μα νομίζω εγώ τον δημιούργησα.

Νιώθω ασφαλής και χαρούμενη. Τώρα μπορώ επιτέλους να σε φιλήσω, να σ' αγγίξω, να είμαι υπερβολική σε όλα χωρίς να φοβάμαι. Σε περίμενα για μήνες και νόμιζα ότι δε θα σ' έβλεπα ποτέ ξανά. Νόμιζα ότι αυτός ο άλλος σε είχε πνίξει και δε θα έβλεπα το φωτεινό σου πρόσωπο ποτέ ξανά. Ένιωθα ότι έφταιγω γι' αυτό. Ότι εγώ είχα βάλει τα χέρια του γύρω από το λαιμό σου και τα πίεζα ακόμη πιο δυνατά. Άθελά μου. Τόσο πολύ σ' αγαπούσα που δεν την έλεγχα την αγάπη μου. Εγώ ήμουν πιο τρελή από σένα. Η άλλη εγώ. Αυτή που, αλίμονο, μα εσύ δημιούργησες. Αυτή που ήταν πλασμένη από αμφιβολίες, τύψεις, εγωισμό, ζήλια και θυμό. Αυτή που πάλευε τη νύχτα μαζί σου και έκλεινε την άλλη στο ντουλάπι για να μη σου πει ξανά ότι σ' αγαπάει. Ποιο από τα δύο εγώ σ' αγάπησε πιο πολύ; Αυτή που σε έδιωχνε ή αυτή που σε παρακαλούσε να γυρίσεις; Φοβάμαι να ψάξω μέσα μου την απάντηση. Δε θέλω να ξέρω.

Ακουμπάω τα χείλη μου στα δικά σου και νιώθω ένα φως να με διαπερνά και το σκοτάδι μέσα μου διαμελίζεται. Και τότε κατάλαβα. Οι άλλοι εμείς δεν υπάρχουν πια. Τους σκότωσε η επιθυμία. Τους σκότωσαν τα σώματά μας για να μπορούν επιτέλους ειρηνικά να γίνουν ένα. Νιώθω πώς ό,τι κι αν γίνει από δω και πέρα θα είμαι καλά, γιατί τα καταφέραμε. Θέλω μόνο να γευτώ το τώρα, το τώρα που είσαι εδώ κι είμαστε επιτέλους μόνοι χωρίς τους άλλους, κακούς μας εαυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου