Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Μικροδιηγήματα | Η στυγνότητα της μεταφοράς | Tάσος Μακρής


Σπλάφ!

Παραδίδεται στον ήχο, στο φως. Χρωματικές καταλαμπές και κινηματογραφική στάχτη. Πολλή στάχτη. Τα άκρα της είναι αποκολλημένα από το σώμα της και το καθένα διαγράφει στο χώρο μια δική του τροχιά, έτσι που ,αν τις συνθέσεις όλες μαζί, θα δεις μια βροχή από έναστρα ανθρώπινα μέλη να χορεύουν στη ράχη ενός απόλυτα προσωπικού σύμπαντος. Κι ο περιβάλλων χρόνος σπάει σε επιμέρους καρέ, συνεισφέροντας στη στάχτη, που θολώνει περαιτέρω τα όρια ανάμεσα στη μεταρσίωση και την βίαιη προσεδάφιση της έσω σιωπής. Ο ιριδίζων ελέφαντας στο δωμάτιο, χτενισμένος υπό μορφή στιλπνών κοριτσιών, στερεοποιημένων ονείρων, ανελέητων ορμών και αγγελικών οβελίσκων, ρουθουνίζει το τραγούδι της παραίσθησης, ενώ στο μπάνιο εκείνη αφιερώνεται σε υποβρύχια ταξίδια επανεφεύρεσης της αγάπης. Κι ας είναι ήδη τριάντα. Κι ας εκκρεμούν δύο ζωές και κάτι.

Στο τελευταίο άκρο της νύχτας, ένα ηλικιωμένο έμβρυο κλαίει γοερά ,τροφοδοτώντας την υγρασία του σκοταδιού. Μία υγρασία που της τυλίγει τα πόδια και την ακινητοποιεί •ένας ομφάλιος λώρος αειθαλής• μία σύραγγα μέσα στον ατομικό χρόνο. Έμβρυο εντός εμβρύου. Ο αρχαιότερος τρόπος επικοινωνίας, λοιπόν, συνίσταται από κραυγές με επίχρισμα βελούδου.

Το άλλο πρωί το σώμα της φαίνεται πως ξύπνησε πριν από την ίδια. Σηκώνεται να το συναντήσει μπροστά στον καθρέφτη. Ξεπλένει τη γλίτσα από το πρόσωπό της, κατεβάζει τελετουργικά το συννεφόχαπο—έτσι το αποκαλεί— και παρατηρεί τα υποταγμένα στη βαρύτητα και τη μητρότητα στήθη της. “Η σωματοποίηση της παραίτησης”, σκέφτεται και υπομειδιά. Οι μέρες επαναλαμβάνονται ψυχαναγκαστικά σαν μικροσκοπικές, αυθύπαρκτες ζωές, υπάκουες σε ένα κοσμικό παράλογο και η ίδια αναγεννάται καθημερινά ως αχρηστευμένος κηφήνας ,πάντοτε στην υπηρεσία κάποιου βασιλέως τυχάρπαστου. Στην οθόνη του κινητού της φτερουγίζουν όλα τα έκπτωτα Χερουβείμ στα οποία γνωρίζει ότι οφείλει δυό λέξεις τουλάχιστον, που όμως δεν μπορεί να ξεστομίσει. Γιατί στο κεφάλι της, εκτός από παραίτηση, θα σήμαιναν και παράλυση και σε καμία περίπτωση δεν έχει χρόνο για τέτοια. Όχι πάλι.

“Μου λέιπεις”
“Έχω τάρτα φράουλα, έρχεσαι;”
“Ξεκόλλα ρε, σε χρειάζομαι”

Διαβάστηκαν, μα κάθε φορά ήταν υπερβολικά απασχολημένη τακτοποιώντας τα τραύματα και τα θραύσματα της ζωής της, για να αναλάβει και των υπολοίπων. Άλλωστε, έχει να παριστάνει πειστικά ότι εργάζεται, να  μαζέψει  το  παιδί, να   φέρει   βόλτα   το   σπίτι, να βρει μια καλή δικαιολογία   ν’ αναβάλει    και    πάλι    την    ψυχοθεραπεία, να    πάει    το    αυτοκίνητο    για    σέρβις, να     φωνάξει κάποιον να φτιάξει το διαολεμένο το καζανάκι   !

Οι αποφάσεις της ήταν πάντα βασισμένες στην ιδιόρρυθμη αντίληψη ότι οι απαντήσεις βρίσκονται έξω από εμάς. Ή αλλιώς στην αέναη κόντρα της με τον Κ. “Το μόνο που βρίσκεται μέσα μας”, έλεγε, “είναι μια μάζα από σκατά και συναισθήματα ” και όλοι γελούσαν ή κάγχαζαν—δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Τώρα, βέβαια, έχει ξεμείνει με ένα σωρό κακές αποφάσεις και την απουσία του Κ., οπότε προσπαθεί να τα αντισταθμίσει προσωρινά με μία κουβέντα με τον ίσκιο του απέναντι. Ανάμεσα στις περσίδες—και συνεκδοχικά, τις γραμμές—ο κατά φαντασίαν συνένοχός της χορεύει τη μπόσα νόβα της ειμαρμένης, ενώ εκείνη προσπαθεί να διαφύγει ηχοβλεπτικά από τα μπλουζ.

Καμιά φορά φαντάζεται τη μοναξιά της σαν ένα κοριτσάκι απαστράπτον που θάλλει εκδιδόμενο σε κάποιο επαρχιακό μπουρδέλο ,ανάμεσα σε στεναγμούς λιμασμένων ματιών και εφιδρώσεις ρικνών δερμάτων. Να εκμυζά κάθε φαιά σταγόνα των κουρασμένων αυτών σωμάτων ,για να χτίσει το δικό του υπέροχο τοτέμ αυτοκαταστροφής και έπειτα να γλείφει αναιδώς το γλειφιτζούρι της ζωής του. Και είναι κολλώδες το γλειφιτζούρι όπως και το μέσα της και οι άνθρωποι είναι κολλώδεις και τα γεγονότα κολλάνε μεταξύ τους και τα αισθήματα και τα έντομα και οι μέρες και οι σκέψεις και τα λεπτά και τα όνειρα και οι ονειρώξεις και τα δάκρυα και η άμμος.

Σκουπίζει τα μάτια της, πιάνει το κινητό και κάνει να γράψει ένα μήνυμα. Πόσο να πονάει ένα μήνυμα; Στην πορεία αισθάνεται την αιχμή των πλήκτρων να τη σουβλίζουν στα πλευρά όσο εκείνη ξερνάει πολτοποιημένα ενοχικά φωνήεντα με φθόγγους ειλικρίνειας. Φωτεινά παλίμψηστα απιθανοτήτων διαδέχονται το ένα το άλλο καθώς οι λέξεις μαραίνονται υπό από το υπεριώδες της σιωπής. Ταυτόχρονα, από τον βυθό των σπλάχνων της αναδύεται ο γόος της επιστροφής στο Φ της φύγης. Αντίρροπες κινήσεις, κρούση καταμέτωπο με τον ίδιο τον εαυτό. Το κεφάλι της αιμορραγεί από το ραγισμένο τζάμι. Η στυγνότητα της μεταφοράς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου