Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

#WeRemember | Διεθνής Ημέρα Ολοκαυτώματος | Η Εβραία Νύφη | Νίκος Δαββέτας


Eπιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά.


Θυμόμαστε #weremember

΄Ολο το μήνα, στο Pause., τιμάμε τη μνήμη. Τιμάμε την Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Με φωτογραφίες, δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις και οτιδήποτε σχετικό με την αποτύπωση του στις Τέχνες και στον κόσμο ολόκληρο.

Ανεβάστε την φωτογραφία σας με το #WeRemember, ή μοιραστείτε τις δικές μας δημοσιεύσεις με το #WeRemember.

Ο Νίκος Δαββέτας, στο μυθιστόρημά του η Εβραία Νύφη, που έχουμε παρουσιάσει εδώ, ασχολείται ενδελεχώς με το Ολοκαύτωμα, συνδυάζοντας αριστοτεχνικά το στοιχείο του τραύματος της ηρωίδας του από το Ολοκαύτωμα με αυτό του ήρωά του από τον Ελληνικό Εμφύλιο, για να στήσει τον καμβά της πλοκής. Για την Εβραία Νύφη, έχουμε στο παρελθόν εκφέρει γνώμη.



Σήμερα αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα αυτό, όπου αποτυπώνεται ξεκάθαρα το τραύμα του Ολοκαυτώματος.


Νίκος Δαββέτας










Η Εβραία Νύφη



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ


Το μαγαζάκι των Λεβή

1.

«ΕΓΩ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΠΟΥΔΑΣΩ ΙΑΤΡΙΚΗ στο Αριστοτέλειο. Και ποιος ξεύρει, αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος, ίσως τα είχα καταφέρει, όπως κουτσά στραβά και ο εξάδελφός μου ο Δαβίδ. Ο πατέρας θα μπορούσε να κάμει μια εξαίρεση για μένα. Ο αδελφός και η αδελφή μου, και οι δυο μεγαλύτεροι, είχαν ασχοληθεί ήδη με την οικογενειακή μας τέχνη. Την πλέξη της βιεννέζικης ψάθας. Σχεδόν ογδόντα χρόνια διατηρούσαμε ένα εργαστήρι στην οδό Κομνηνών, μόλις 18 τετραγωνικών. Τρεις γενιές Λεβή, πρωί βράδυ με το βελόνι στο χέρι, στιμωγμένοι μέσα σε εκείνο το γιατάκι. Τάισε όμως τόσα στόματα….
            »Η αρχή έγινε από τον προπάππο μου, τον ξυλουργό Μπεχόρ Λεβή. Κάποτε επισκέφθηκε ως έμπορος ένα εργοστάσιο βιεννέζικης ψάθας στην Αυστρία, έμεινε έκπληκτος από τη φινέτσα των επίπλων, την ποιότητα του ξύλου, το δέσιμο της ψάθας, το ταίριασμά τους. Ε, όταν γύρισε πίσω, έβαλε μπρος την επιχείρηση. Τον ευνόησε και η μόδα. Προπολεμικώς δεν νοείτο καλό σπίτι στη Θεσσαλονίκη και να μην έχει βιεννέζικες καρέκλες. Πολλές απ΄αυτές ήταν τόσο περιζήτητες, που άλλαξαν χέρια στην Κατοχή για ένα κομμάτι ψωμί. ΄Αλλαξαν και ξανάλλαξαν πολλές φορές. Σαν χαρτονόμισμα ένα πράμα…
            »Κι εσείς, καλή ώρα, σε βιεννέζικη καρέκλα κάθεστε, αν δεν το έχετε προσέξει, και σε τι καρέκλα, την περίφημη Τόνετ 14. Μας ερχόταν έτοιμη από το αυστριακό εργοστάσιο σε έξι κομμάτια, εμείς τα συναρμολογούσαμε στη σωστή θέση κι εδώ φτιάναμε μόνο το στεφάνι με το ψαθάκι. Το κάθισμα, που λέμε…
            »Τι τα θέλετε, οι σημερινές απομιμήσεις δεν πιάνουν ούτε έναν παρά μπροστά τους. Ξεφτίζουν γρήγορα, τρυπάνε με το παραμικρό, λένε πως φταίνε και οι ψάθινες κλωστές, που τις φέρνουν πια από την Ανατολή, μα, κακά τα ψέματα, το χέρι του καλού τεχνίτη λείπει σήμερα.
            »Ξέρετε τι μαρτύριο είναι η πλέξη της ψάθας; Παλιά, για να επιδιορθώσει μόνο μια καρέκλα ο πατέρας μου μπορούσε να κάμει και μήνα, χώρια η συντήρηση του ξύλου. Ιδιαίτερα εκείνο το σχέδιο της ψάθας που αποκαλούμε ροζέτα Παναμά είναι από τα πιο μπελαλίδικα. Αν σου τύχει τέτοιο σχέδιο σε καναπέ, μπορείς να παιδεύεσαι και τρεις μήνες. Ο μακαρίτης ο αδελφός μου είχε κληρονομήσει τη μαστοριά του προπάππου μου. Να δείτε πώς πετούσαν τα χέρια του με το σουβλί, το βελόνι, τη ράσπα, που στρογγυλεύει τις γωνίες. ΄Εκανε σωστή δουλειά στον μισό χρόνο. Αν μας είχαν αφήσει ήσυχους οι Γερμανοί, αυτός θα έπαιρνε μία των ημερών το μαγαζί μας.  Δεν πρόλαβε… Κανείς δεν πρόλαβε.
            »Και να πείτε πως δεν υπήρχαν τα σημάδια. Ο Θεός, που λένε τώρα πως απουσίαζε τις ημέρες εκείνες, μας είχε κάμει τα σινιάλα του εγκαίρως, αλλά εμείς οι μωροί δεν τα βλέπαμε ή δεν θέλαμε να τα δούμε. Πέρασε έτσι, το “Μαύρο Σάββατο” – τον Ιούλιο του ’42-, που  μάζεψαν τους άντρες μας στην πλατεία Ελευθερίας και τους εξευτέλισαν, πέρασε η στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας, πέρασε το ξεθεμελίωμα του νεκροταφείου μας, και τίποτα απ΄όλα αυτά δεν μας πονήρεψε. Κοιμόμαστε όλοι τον ύπνο του δικαίου. Πρώτη φορά αναστατωμένο είδα τον πατέρα μου μονάχα όταν του σπάσανε το μαγαζί και το λεηλάτησαν. ΄Οχι οι Γερμανοί, οι δικοί μας. Πετάξανε προκηρύξεις “Juden unerwiinscht, unerwiinscht, ανεπιθύμητοι δηλαδή. Γράψανε βρισιές στους τοίχους, κατέστρεψαν τα έπιπλα, μα επειδή, φαίνεται, δεν βρήκαν τρόφιμα ή εμπορεύματα που θα μπορούσαν να σηκώσουν, δεν ξαναφάνηκαν. Τι να πάρουν, εξάλλου, μαζί τους, το κουμπάσο, τη ράσπα ή τις κλωστές;
            »΄Ηταν η τελευταία φορά που είδα το μαγαζί. Μας κλείσανε στο γκέτο και ύστερα από μια βδομάδα μάς πήραν από τους πρώτους με τα τρένα για την Πολωνία. Εφτά μέρες ένα μαρτύριο. Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, χειρότερα κι απ΄τα ζώα. ΄Επεσε ο ένας να φάει τον άλλο. Δεν ήσασταν πολιτισμένοι, λένε κάποιοι εκ των υστέρων.  Ποιος πολιτισμός; Κλείσε σαράντα ακαδημαϊκούς μες σ΄ένα βαγόνι για μερικές μέρες χωρίς τροφή, κι αν δεν φάει ο ένας τον άλλο, εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη. Θα τον φάει πολιτισμένα βέβαια. Τα υπόλοιπα φαντάζομαι πως τα ξέρετε…
            »Στη δική μου μνήμη όλα έχουν τη γεύση του καμένου, τη μυρωδιά του καμένου, την εικόνα του καμένου, τη μυρωδιά του καμένου, την εικόνα του καμένου, μόνο η αφή μένει παραπονεμένη. ΄Ο,τι καίγεται δεν μπορείς να το σφίξεις πάνω σου, ο καπνός δεν έχει σάρκα και οστά...
            »Από την οικογένειά μου σκοτώθηκαν όλοι, η μάνα μου, ο πατέρας, τ΄αδέλφια μου, οι παππούδες, οι θείοι, συνολικά είκοσι δύο άτομα. Από το σόι της μητέρας σώθηκε η φαμίλια του Αλμπέρτο Καπόν, που διέφυγε μ΄ένα καϊκι, πρώτα νομίζω στη Σκιάθο, ύστερα στην Αθήνα. […]



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙV
Μακρύς Θερμός Ιούνιος

1
ΤΟ ΓΑΝΤΟΦΟΡΕΜΕΝΟ ΧΕΡΙ του αστυνομικού σταμάτησε πάνω από το είδωλό της.
            ΄Ηταν αυτή, σχεδόν το ίδιο αδύνατη, λιγάκι πιο χλωμή, πιο ταλαιπωρημένη. Το χαμόγελό της μια τεθλασμένη γραμμή που διέτρεχε ολόκληρο το πρόσωπο, από το ένα αυτί ως το άλλο, σαν μαχαιριά. Χαρακωμένη ίσως, ωστόσο αδιάφορη για τον πόνο, αφού στυλώνει τα μάτια της σε μια φέτα μαύρο ψωμί που κρατάει στα βρόμικα χέρια. Μια φέτα σβολιασμένο, μουχλιασμένο ψωμί, σαν αντίδωρο. Που την ενώνει ακόμη με τη ζωή που τη χωρίζει με τα ψίχουλά του από το χώμα.
            Η ομοιότητα με τη Νίκη ήταν τόσο έντονη, που νόμιζα πως επρόκειτο για ένα αριστοτεχνικό φωτομοντάζ.
            Πίσω της κι άλλες κοπέλες, σκελετωμένες, γυμνές, παγωμένες. Προχωρούν  τρεκλίζοντας, σούρνοντας τα πόδια τους, όσο μπορούν ακόμη κι ελέγχουν τα πόδια τους, πριν αυτονομηθούν κι αυτά. Πρόσωπα με σπυριά, στίγματα, μάγουλα ρουφηγμένα. Θραύσματα σωμάτων κατάλευκα. Μηροί, κνήμες, πέλματα, γλουτοί, μαλλιά όχι. Δεν υπάρχουν μαλλιά, ούτε στήθη προτεταμένα. Μέλη ανθρώπινα, αριθμημένα με σινική μελάνη. Οι αρχαιολόγοι τους τώρα μπορούν να συμπληρώσουν όσα κομμάτια λείπουν από τη ζωοφόρο της Περγάμου. Διαθέτουν ποικιλία στάσεων, εκφράσεων, μυών.
            Στην προηγούμενη πόζα όμως τη βλέπω ντυμένη νυφούλα. Πρέπει να είναι η ίδια.
            Η νύφη του γκέτο, μια από τις δεκάδες κοπέλες που παντρεύτηκαν ομαδικά λίγο πριν αναχωρήσουν για τις εύφορες πεδιάδες της ΄Ανω Σιλεσίας, εκεί που ως λίπασμα θα χρησιμοποιήσουν τα σώματά τους. Φυσικά, αυτό ακόμη το αγνοούν. ΄Ισως κάποιες υποψίες να βαραίνουν τα βλέφαρα. Ακολουθούν όμως αμίλητες την παράδοση. Κάθε βράδυ υποδέχονται τον σπόρο της φυλής τους και προσεύχονται. ΄Όμως η Νίκη, η σωσίας της Νίκης, κουρεμένη γουλί, χωρίς στολή, με το ψωμί να λάμπει στο πρωινό φως σαν φέτα από χρυσάφι, μια γυναίκα έγκυος που ίσως δούλευε στο βοηθητικό προσωπικό των Ες Ες ή, στη χειρότερη περίπτωση στο πορνείο του στρατοπέδου. Της σηκώνουν με το μαστίγιο το πιγούνι. Κοιτάζει άναυδη τον φακό. Στα μάτια της καθρεφτίζεται το τέλος. Το βλέμμα της απορεί.
            ΄Ετσι τελειώνει ο κόσμος, όχι μ΄ένα κρότο, όχι πάντα μ΄ένα λυγμό ¹ – δεν προλαβαίνεις δάκρυα, μύξες, πύον, αίματα-, με μια βαθιά απορία μόνο. Το φως διαχέεται στον αμφιβληστροειδή και παγώνει, σαν ζελατίνα που συγκρατεί στο άλμπουμ της ζωής την τελευταία εικόνα.
            Η λεζάντα ευδιάκριτη και στις δύο πόζες. «Η Εβραία νύφη». Ενός μεγάλου τεχνίτη δημιούργημα, γνωστού για τα πειστικά και εντυπωσιακά πορτρέτα, που φτάνει πάντα με τη μοναδική του τέχνη ως τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και με μια κίνηση, απότομα, την ξεριζώνει.



1.      1. Παράφραση από το ποίημα του Τ.Σ. ΄Ελιοτ «Οι Κούφιοι ΄Ανθρωποι». (σ.τ. Σ.).





















Ο Νίκος Γ. Δαββέτας (Αθήνα 1960) εμφανίστηκε στα γράμματα το 1981 από το περιοδικό "Διαγώνιος" της Θεσσαλονίκης. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει δώδεκα βιβλία (έξι ποιητικά, μία συλλογή διηγημάτων και πέντε μυθιστορήματα). Η συλλογή του "Το κίτρινο σκοτάδι του Βαν Γκογκ" (Κέδρος, 1995) μεταφράστηκε στα αγγλικά και στα ισπανικά. Το 2003 κυκλοφόρησε στη Βρετανία μια επιλογή ποιημάτων του σε μετάφραση Thom Nairn. Ποιήματα και πεζά του μεταφράστηκαν στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. 

Το 2010 τιμήθηκε για το βιβλίο του "Η Εβραία νύφη" με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά "Partisan Review", "Agenda", "Waves", "Modern Poetry in Translation", "Erythia". Οι βιβλιοκριτικές του από το περιοδικό "Το Τέταρτο" και τις εφημερίδες "Τύπος της Κυριακής" και το "Βήμα" συμπεριλαμβάνονται στον τόμο "Η λογοτεχνία υπό κρίση". Από το 1992 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου