Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

J’y suis jamais allé | Εύη Μουρέλλου

Είναι και εκείνες οι φορές, που θα ‘θελε να μπορέσει να πάρει μια κόλλα χαρτί και να γράψει όλα όσα γυρνάνε στο μυαλό του και δεν τον αφήνουν στιγμή σε ησυχία, μα θαρρεί πως σαν πιάσει το μολύβι, όλα μέσα του σβήνουνε μεμιάς, και μένει εκεί, ακίνητος, να ανασαίνει ρυθμικά και να μετράει μια- μια τις γραμμές του τετραδίου του. Γραμμές, σειρές, ευθείες. Ράγες. Κάθε φορά που μπαίνει στον ηλεκτρικό νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Κάθεται όσο πιο μόνος γίνεται, και αν δει πως τα βαγόνια είναι γεμάτα, περιμένει να ‘ρθει το επόμενο. Μια φορά περίμενε δυο ώρες στην αποβάθρα, μέχρι να βρει ένα πιο άδειο και να μπει. Συνήθως ακούει μουσική εκεί μέσα ή διαβάζει κάποιο βιβλίο, κατά προτίμηση κλασσικό και ολιγοσέλιδο. Μια μέρα εκεί που κοίταζε τις ράγες αποφάσισε πως του αρέσουν τελικά. Του θύμιζαν μικρά πεντάγραμμα δίχως τις παιχνιδιάρες νότες. Τις έβλεπε να περνάνε, να αλλάζουν, με σταθερή απόσταση ανάμεσά τους, και έβαζε πάνω τους νοητά παύσεις και διέσεις. Μια μέρα κατάφερε να συνθέσει μια ολόκληρη μελωδία -δεν πήγαν άδικα τελικά τόσα μαθήματα αρμονίας και σολφέζ. Την ονόμασε «ο ήχος της Τετάρτης» και αποφάσισε κάποτε να την γράψει και σε κασέτα, που ‘ναι και ρομαντική. Μερικά βράδια ξενυχτάει κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του δωματίου του ολόκληρη την γειτονιά. Βάζει κλασική μουσική και πίνει τσάι με γάλα -πρόσφατα δοκίμασε τον συνδυασμό των δυο και σκέφτηκε πως εντάξει, δεν είναι και τόσο κακό, ίσως να του αρέσει και λίγο. Είναι μόνος του. Η γάτα του γείτονα πάλι βγήκε για βόλτα στο φεγγαρόφωτο, προχθές πέρασε όλο το βράδυ ανεβοκατεβαίνοντας τα μπροστινά σκαλιά του σπιτιού, να δεις που και ‘κεινη ζητά συντροφιά. Μετράει κάπου- κάπου και τα αναμμένα φώτα στ’ ανοιχτά παράθυρα- πόσοι ακόμα να ‘ναι ξύπνιοι όπως αυτός; Μακάρι να μπορούσε να τους πετάξει ένα μικρό χαρτάκι στα κρυφά, που να γράφει την «καληνύχτα» που θέλουνε ν’ ακούσουν. Αυτόν δεν τον νοιάζει και τόσο να την ακούσει. Έμαθε μόνος του. Η τηλεόραση δεν του αρέσει, γιατί του φαίνεται πώς όσο την κοιτάει, τόσο τον νανουρίζει, μα εκείνος δεν θέλει να κοιμηθεί. Δεν θέλει να φεύγουν έτσι οι ώρες οι βραδινές, τις προτιμάει απείρως από τις υπόλοιπες. Έχει κάτι μαγικό η νύχτα, κάτι σαγηνευτικό. Νιώθει πως βλέπει τα πάντα, ενώ δεν τον βλέπει κανείς. Πως ακούει τους ήχους αυτούς που οι υπόλοιποι δεν μπορούνε να ακούσουν. Πως έχει μετρήσει περισσότερα αστέρια από όλους του τους γείτονες μαζί. Αυτό είναι που δεν του αρέσει τόσο στην πόλη, τα φώτα της, τόσο δυνατά ρυθμισμένα που κρύβουν σχεδόν όλο τον έναστρο ουρανό. Μια φορά είχε ονοματίσει δυο αστέρια που του φάνηκαν ερωτευμένα, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τα ξαναβρεί για να τα χαιρετήσει. Ίσως να χάθηκαν ανάμεσα σε τόσα πανομοιότυπα άλλα. Δύσκολο να ‘σαι αστέρι, σκέφτηκε, να θυμίζεις τόσο τα υπόλοιπα σ’ όσους σε κοιτούν από μακρυά. Του άρεσε πολλές φορές να πίνει καφέ το πρωί διαβάζοντας άρθρα για κρυφά μέρη που ξέρουν μόνο οι πιο πολυταξιδεμένοι ταξιδιώτες, για πίνακες με κρυφά μηνύματα και για κυνήγι θησαυρών σε ναυάγια βυθισμένα στον πάτο της θάλασσας. Τον τρόμαζε μερικές φορές η θάλασσα. Όχι, δεν τον τρόμαζε ακριβώς. Τον εξίταρε. Όχι όμως μόνο. Η καλύτερη περιγραφή είναι πως τον έκανε να ανατριχιάζει όταν προσπαθούσε να κατανοήσει την απεραντοσύνη της. Μια φορά, θυμάται, βούτηξε βαθιά για να πιάσει ένα γυαλιστερό κοχύλι, και παραλίγο να μην του φτάσει ο αέρας για ν’ ανέβει πάλι πάνω. Μόλις έφτασε στην επιφάνεια σκέφτηκε «τι ωραίο που είναι ν’ ανασαίνεις». Τον τρόμαζαν πολλά πράγματα, όχι όμως με τον τρόπο που θα καταλάβουν οι περισσότεροι. Ήταν απλά σαν να τον καλούσαν να τα εξερευνήσει, να γίνει ένα μ’ αυτά, να τα μελετήσει και να τ’ αγαπήσει όπως τα βιβλία του. Μια μέρα ζωγράφισε έναν άτεχνο πίνακα, του πήρε όλη την μέρα αλλά σε ‘κεινον έμοιαζε σαν δυο-τρεις ώρες. Ο πίνακας ήταν δεκάδες ευθείες κάθετες γραμμές, κάθε μια και άλλο χρώμα, με μόνη ομοιότητα, τελικά, την διαφορετικότητά τους. Τον ονόμασε «το χρώμα των περαστικών» και έκρυψε ένα μικρό σημείωμα στο πίσω μέρος του, με όλες και όλες πέντε έξι σειρές με λέξεις.
«Όλοι πολύχρωμοι κι ανήσυχοι, κι εμείς, εμείς ασπρόμαυροι. Εσύ είσαι το μαύρο, και απ’ όπου κι αν σταθώ σε βλέπω. Εγώ είμαι τ’ άσπρο, και αν δεν ξέρεις που να με βρεις, με έχασες -έγινα ένα με τον πίνακα. Μονάχα σαν με αγκαλιάσεις μπορώ να γίνω γκρι».
Τον τύλιξε προσεκτικά με λίγο χαρτί περιτυλίγματος που του ‘χε απομείνει από κάτι γιορτές, έγραψε με μεγάλα μαύρα γράμματα την γνώριμη διεύθυνση, και το ‘στειλε μια μέρα του Φλεβάρη, σαν σουρούπωσε. Αν θυμάται καλά, ο μήνας είχε 30.

René Magritte, Golconda, 1953


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Περί Στοχασμών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου