Κλείστηκα σε ένα κουβάρι
Τα εντόσθια μου ανακατεύθηκαν, μασούσα τα μαλλιά μου νομίζω καθώς το σώμα μου αναδιπλωνόταν ξανά και ξανά
Ένα πέρασμα όλα, ένα όριο χωρίς αρχή ούτε και τέλος, ένα όριο συνεχώς μετατοπισμένο, ένα όριο προβολή του εαυτού του, τεχνητό σαν την πραγματικότητα που το υφαίνει, αναπαράγεται και αναπαράγει
Το σώμα μου κρέμεται ανάποδα γυμνό, απαλλαγμένο από τα οργανά του, καθαρό, αταλάντευτο, μη παραγωγικό και μη παραγωγίσιμο
Ολόκληρη η γη μια και μόνη επιφάνεια όπου κυλά ανεξέλεγκτα η επιθυμία, νεαρή και άγνωστη διαπερνά κάθε κορμί και κάθε σκέψη, κάθε ομάδα και κοινωνικό σύνολο, επιθυμία για ζωή και θάνατο, ο κόσμος ολόκληρος χωράει μέσα της, όλοι όσοι γεννήθηκαν και πέθαναν, όλοι όσοι θα γεννηθούν για να πεθάνουν
Τα πόδια μου ξεκινούν από τον ουρανό, γυρνάνε πίσω και ακουμπούν το κεφάλι μου, το χέρι μου είναι η άμμος της θάλασσας, τα μάτια μου το νερό της βροχής, ο αφαλός μου φαντάζει το κέντρο του σύμπαντος, εγώ γεννάω κι εγώ γεννιέμαι, ξαπλωμένος σε μια αιώρα με τη μια της άκρη δεμένη στο άπειρο και την άλλη στο μηδέν
Εγώ είμαι η μάνα μου, η αδερφή μου, ο πατέρας μου εγώ, μόνος μου 3+1 σκάω στον τοίχο και τραβάω τα λουλούδια που φυτρώσαν άγρια ανάμεσα από τις ρωγμές
Τραβάω και το νιώθω στα δάχτυλα μου, τρίχες φυτρώνουν στον κορμό του και το λουλούδι ανοίγει διάπλατα, κολλάει τα πέταλα του στο στόμα του, τρέμει και συσπάται αναζητώντας μάταια τον καρπό που του ανήκει, τινάζω το κεφάλι πίσω, το δωμάτιο γυρίζει πάλι, σκίζω το δέρμα μου εμμονικά μέχρι να φανούν τα αστέρια από κάτω, μέχρι η φαγούρα να σβίσει μαζί μου ακόμη μια φορά
Εγώ είμαι η μάνα μου, η αδερφή μου, ο πατέρας μου εγώ, στη μήτρα μου κουβαλάω τις φυλές όλου του κόσμου, η γενιά μου ένα εργοστάσιο που παράγει ιστορία, μια ιστορία γραμμένη σε δρόμους και τοίχους με συνθήματα, σε σκοτεινά διαμερίσματα με άδεια μπουκάλια μπύρας στοιβαγμένα στο μπαλκόνι, μοναχικούς περιπάτους και όνειρα σκορπισμένα στον αέρα, κόκκινα μάτια και πρόσωπα βαμμένα άσπρα, πρόσωπα με ελπίδα, πρόσωπα χωρίς
Ένας κόσμος γεμάτος κουφές συνειδήσεις και φλύαρα ασυνείδητα, μια άμορφη ενοχή για να γεμίσει το κενό σου, πως έφτασα να φταίω εγώ για όλα, να είσαι ένοχος πριν ζήσεις, ένοχος που ανήκεις εδώ, πριν καλά καλά μάθεις να σηκώνεσαι στα δυο σου πόδια, δε φτιάχτηκες σωστά, οι σκέψεις σου φιλτράρουν ασταμάτητα κάτι που δεν καταλαβαίνεις μα το νιώθεις, μίλα ακατάσχετα, επαναλάμβανε χωρίς να καταλαβαίνεις, πολλά μπράβο στο παιδί που αναμασά τις λέξεις των γονιών του, τόσα πολλά αυτά που ήθελαν να πουν
Το έδαφος ένα ατέλειωτο σώμα εγγραφής, άκαρπο και αρχέγονο, ενώνομαι μαζί του και ξαναγεννιέμαι αιώνια, το κατακτώ και το εξουσιάζω, μπαίνω βαθιά μέσα του, σπάω τα πλευρά μου και η λακούβα μου γεμίζει με αίμα, ακόμη ένα σημάδι στο κορμί της γης, πέτρα και μνήμη ενωμένα τώρα σε ένα νέο συσσωμάτωμα, μια θυσία στο θεό που πέθανε, εμείς τον σκοτώσαμε και θεοί είμαστε εμείς, το αίμα μας ρέει ακόμη πάνω του, ρέει με ανακούφηση πάνω από σκουριαμένα σίδερα και σπασμέμες οθόνες
Κι εγώ κρέμομαι ακόμη ανάποδα, ο ουρανός ξεχύνεται από το στόμα μου και με πνίγει, τραντάζομαι, βλέπω τα χέρια μου να εκτείνονται απέραντα και ο ήλιος να ανατέλλει ανάμεσα τους
Κι έτσι τελικά ζω, εγώ ο άντρας, η γυναίκα, η μηχανή, το νερό της βροχής, ο θεός, ο κόσμος, εγώ
Τα εντόσθια μου ανακατεύθηκαν, μασούσα τα μαλλιά μου νομίζω καθώς το σώμα μου αναδιπλωνόταν ξανά και ξανά
Ένα πέρασμα όλα, ένα όριο χωρίς αρχή ούτε και τέλος, ένα όριο συνεχώς μετατοπισμένο, ένα όριο προβολή του εαυτού του, τεχνητό σαν την πραγματικότητα που το υφαίνει, αναπαράγεται και αναπαράγει
Το σώμα μου κρέμεται ανάποδα γυμνό, απαλλαγμένο από τα οργανά του, καθαρό, αταλάντευτο, μη παραγωγικό και μη παραγωγίσιμο
Ολόκληρη η γη μια και μόνη επιφάνεια όπου κυλά ανεξέλεγκτα η επιθυμία, νεαρή και άγνωστη διαπερνά κάθε κορμί και κάθε σκέψη, κάθε ομάδα και κοινωνικό σύνολο, επιθυμία για ζωή και θάνατο, ο κόσμος ολόκληρος χωράει μέσα της, όλοι όσοι γεννήθηκαν και πέθαναν, όλοι όσοι θα γεννηθούν για να πεθάνουν
Τα πόδια μου ξεκινούν από τον ουρανό, γυρνάνε πίσω και ακουμπούν το κεφάλι μου, το χέρι μου είναι η άμμος της θάλασσας, τα μάτια μου το νερό της βροχής, ο αφαλός μου φαντάζει το κέντρο του σύμπαντος, εγώ γεννάω κι εγώ γεννιέμαι, ξαπλωμένος σε μια αιώρα με τη μια της άκρη δεμένη στο άπειρο και την άλλη στο μηδέν
Εγώ είμαι η μάνα μου, η αδερφή μου, ο πατέρας μου εγώ, μόνος μου 3+1 σκάω στον τοίχο και τραβάω τα λουλούδια που φυτρώσαν άγρια ανάμεσα από τις ρωγμές
Τραβάω και το νιώθω στα δάχτυλα μου, τρίχες φυτρώνουν στον κορμό του και το λουλούδι ανοίγει διάπλατα, κολλάει τα πέταλα του στο στόμα του, τρέμει και συσπάται αναζητώντας μάταια τον καρπό που του ανήκει, τινάζω το κεφάλι πίσω, το δωμάτιο γυρίζει πάλι, σκίζω το δέρμα μου εμμονικά μέχρι να φανούν τα αστέρια από κάτω, μέχρι η φαγούρα να σβίσει μαζί μου ακόμη μια φορά
Εγώ είμαι η μάνα μου, η αδερφή μου, ο πατέρας μου εγώ, στη μήτρα μου κουβαλάω τις φυλές όλου του κόσμου, η γενιά μου ένα εργοστάσιο που παράγει ιστορία, μια ιστορία γραμμένη σε δρόμους και τοίχους με συνθήματα, σε σκοτεινά διαμερίσματα με άδεια μπουκάλια μπύρας στοιβαγμένα στο μπαλκόνι, μοναχικούς περιπάτους και όνειρα σκορπισμένα στον αέρα, κόκκινα μάτια και πρόσωπα βαμμένα άσπρα, πρόσωπα με ελπίδα, πρόσωπα χωρίς
Ένας κόσμος γεμάτος κουφές συνειδήσεις και φλύαρα ασυνείδητα, μια άμορφη ενοχή για να γεμίσει το κενό σου, πως έφτασα να φταίω εγώ για όλα, να είσαι ένοχος πριν ζήσεις, ένοχος που ανήκεις εδώ, πριν καλά καλά μάθεις να σηκώνεσαι στα δυο σου πόδια, δε φτιάχτηκες σωστά, οι σκέψεις σου φιλτράρουν ασταμάτητα κάτι που δεν καταλαβαίνεις μα το νιώθεις, μίλα ακατάσχετα, επαναλάμβανε χωρίς να καταλαβαίνεις, πολλά μπράβο στο παιδί που αναμασά τις λέξεις των γονιών του, τόσα πολλά αυτά που ήθελαν να πουν
Το έδαφος ένα ατέλειωτο σώμα εγγραφής, άκαρπο και αρχέγονο, ενώνομαι μαζί του και ξαναγεννιέμαι αιώνια, το κατακτώ και το εξουσιάζω, μπαίνω βαθιά μέσα του, σπάω τα πλευρά μου και η λακούβα μου γεμίζει με αίμα, ακόμη ένα σημάδι στο κορμί της γης, πέτρα και μνήμη ενωμένα τώρα σε ένα νέο συσσωμάτωμα, μια θυσία στο θεό που πέθανε, εμείς τον σκοτώσαμε και θεοί είμαστε εμείς, το αίμα μας ρέει ακόμη πάνω του, ρέει με ανακούφηση πάνω από σκουριαμένα σίδερα και σπασμέμες οθόνες
Κι εγώ κρέμομαι ακόμη ανάποδα, ο ουρανός ξεχύνεται από το στόμα μου και με πνίγει, τραντάζομαι, βλέπω τα χέρια μου να εκτείνονται απέραντα και ο ήλιος να ανατέλλει ανάμεσα τους
Κι έτσι τελικά ζω, εγώ ο άντρας, η γυναίκα, η μηχανή, το νερό της βροχής, ο θεός, ο κόσμος, εγώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου