Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Ένα εκτελεστικό όργανο του διαβόλου: Γιώργος Χειμωνάς | Κατερίνα Καλαμπάκα

Η μεταπολεμική εποχή στάθηκε καθοριστική για την απογείωση της ελληνικής λογοτεχνίας με την εισβολή των νέων τάσεων, της αυτοαναφορικότητας και της αυτοβιογραφίας με τη δόση των πολιτικοκοινωνικών συγκρούσεων της εποχής. Τα βλέμματα έπεσαν στην ποίηση κι ακόμη και σήμερα μας τραβά περισσότερο το ενδιαφέρον μη δίνοντας τις περισσότερες φορές την προσοχή, που θα άρμοζε, στην πεζογραφία εκείνης της εποχής.



Οι πεζογράφοι της μεταπολεμικής γενιάς χωρίζονται σε διάφορες τάσεις όπως: τον ρεαλισμό (Ταχτσής), τον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό (Χατζής, Τσίρκας), την φυγή από την πραγματικότητα (Λυμπεράκη, Βλάχος) και τέλος είναι εκείνοι, που αναζητούν νέες τάσεις για να εκφραστούν. Καταφεύγουν στη φαντασία κι απεικονίζουν κόσμους εφιαλτικούς. Στοχεύουν στην τολμηρότητα και επηρεάζονται από ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Είναι εκείνοι οι πεζογράφοι, που ακόμη και η ίδια η ιστορία της λογοτεχνίας έβαλε στο περιθώριο και δεν μας τους έμαθαν όταν ήμασταν μικροί, επειδή μας θεωρούσαν ανίκανους να καταλάβουμε το διαφορετικό ή το αντίθετο του ρεαλισμού. Ένας από εκείνους τους συγγραφείς υπήρξε ο Γιώργος Χειμωνάς.

Γεννημένος στη Καβάλα το 1938 και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη. Μπήκε στην Ιατρική και φοιτητής εκεί τελείωσε το πρώτο του αφήγημα το 1960 (από τα 9 στο σύνολο), που είχε ξεκινήσει να γράφει από την εφηβική του ηλικία. Μυημένος στις αριστερές ιδέες, την προοδευτική τέχνη και κατά της Χούντας. Πηγαίνει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και ειδικεύεται στην Ψυχιατρική και την Νευροψυχολογία. Εκτός από γιατρός, καθηγητής ιατρικής και συγγραφέας, υπήρξε ερευνητής ιστορίας και φιλοσοφίας, μεταφραστής (τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη όπως: Βάκχες, Μήδεια, Ηλέκτρα και Άμλετ, Μάκβεθ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ με μεγάλη επιτυχία) και δοκιμιογράφος (έγραψε τρία δοκίμια για το λόγο). Επίσης, έγραψε το λιμπρέτο της όπερας "Πυλάδης". που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής σε σκηνοθεσία και σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου και μουσική Γιώργου Κουρουπού.

Στο έργο του “Βιογραφία της όρασης μου”, αναφέρει ότι πέρα από την ειδικότητα του ως γιατρός από παιδί έβλεπε έντονα τους ανθρώπους. Παρατηρούσε τις πιο έσχατες λεπτομέρειες της εξωτερικής τους εμφάνισης. Τονίζει κι εξετάζει το ανθρώπινο σώμα, τα πάθη, κάθως μπορεί ν' αντιληφθεί τα συναισθήματα των μικρών παιδιών. Αναφέρει, ότι χρωστάει σα συγγραφέας πολλά στην Ιατρική και όχι στην Ψυχιατρική.

Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, ο Γ. Χειμωνάς ήταν παντρεμένος με την αδερφή του Μ. Αναγνωστάκη, τη Λούλα Αναγνωστάκη. Μαζί είχαν ένα γιο το Θανάση. Το τέλος του αινιγματικό παρόλο που μερικοί επιμένουν στην ξαφνική ανακοπή καρδιάς. Σκοτεινός, έντονα προφορικός, δυσνόητος, αλλοπρόσαλλος, κρυπτικός αλλά και ιδιαίτερα ωραίος αναγνωστικά. Δεν έδινε πολλές συνεντεύξεις.

Τα κείμενα του συνιστούν την ακρότητα περίπτωση μοντερνισμού στο χώρο της αφηγηματικής τέχνης. Είναι το όριο του λόγου ως οργάνου για την έκφραση της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο λόγος του δεν είναι αποκλειστικά και μόνο μέσο για την έκφραση της εμπειρίας, αλλά μεταμορφώνεται σε λόγο-εμπειρία. Η κριτική προσέγγιση των κειμένων του είναι πράξη παράτολμη. Τα κείμενα λόγω της ανοικείωσης αντιστέκονται σε μία ολοκληρωμένη ανάλυση με οποιαδήποτε μέθοδο και στήνουν παγίδες στον αναγνώστη. Σημαίνουν και συνάμα υπονομεύουν τη σήμανση.

Ξεπερνά κάθε όριο, εκβιάζει τη γλώσσα και καταργεί ολότελα την αναφορική λειτουργία της. Όπου στα κείμενα του γίνεται αναφορά σε κάποιον “κόσμο” , αυτός είναι κόσμος των ονείρων και των τελετών. Αυτό που αντιστοιχεί στην αφηγηματική φωνή είναι ένα είδωλο τεμαχισμένο, με πολλούς αλληλοκατευθυνόμενους ρόλους. Οι ατομικοί “ήρωες” είτε μεταμορφώνονται αλλόκοτα, είτε σκοτώνονται, είστε συγχωνεύονται με άλλους.

Η λογοτεχνία παρουσιάζεται ως τόπος ακραίας διακινδύνευσης του εγώ, πραγμάτευσης των όρων συγκρότησης και διάλυσης του υποκειμένου μέσα στη γραφή, μέσα από τη σχέση με τον άλλο και το Άλλο, νοούμενο ως ριζική ετερότητα, ως εξωτερικότητα, ως εμπειρία θανάτου, νύχτας, μία εμπειρία διχασμού, διακοπής, αλλοτρίωσης, προσέγγισης της ετερότητας.

Ο αφηγητής του Χειμωνά βρίσκεται στη θέση να μη μπορεί πια να γράψει και μην είναι σχεδόν πια ο εαυτός του, αφού η παραλυτική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, ο ίλιγγος της γραφής που τον έχει κυριεύσει, τον οδηγεί συχνά στο σημείο όπου έμπνευση και στειρότητα συγχωνεύονται, όπου ενθουσιασμός και ακαμψία, η ενεργητικότητα και η παθητικότητα συμπίπτουν.

Θα ήταν καλύτερο να τελειώσει η παρούσα ανάγνωση όχι με μία κριτική, αλλά μία φράση του ίδιου του Γ. Χειμωνά, που τα λέει όλα : “Νιώθω σαν εκτελεστικό όργανο, σαν ένας δίαυλος. Τώρα, το ποιος το υπαγορεύει, ο Θεός ή ο Διάβολος...κυρίως, νομίζω, ο Διάβολος! “

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου