Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Τα ποιήματα του τρελού Έλριχ. | Tζένιφερ Ντέρλεθ


Πέρα εκεί στους κόκκινους ουρανούς.
Στους ουρανούς που καίγονται για τους ψόφιους σεξπιρικούς πρίγκιπες.
Ως εκεί βουίζει η ποίηση του τρελού Έλριχ.
Γιατί είναι η ποίηση του τρελού Έλριχ.

Είναι η ποίηση που βουτάει στην πόλη με τα ρουφηχτά πεζοδρόμια.
Στα πεζοδρόμια που σπάνε τα πέλματα μου καθώς περπατώ.
Συνεχίζω να σέρνομαι, τη βλέπω να τσακίζεται στην άσφαλτο.
Γιατί είναι η ποίηση του τρελού Έλριχ.

Ζει για να τη ρουφήξει η άσφαλτος.
Ζει για να βασιλέψει στο φρικτό της εφιάλτη.
Πέρα εκεί στην πόλη, που οι βλοσυρές μορφές μου σπάνε τα χέρια καθώς προχωράνε. Γελάνε φαφούτικα, τρέχουν παρακμιακά, στριφογυρίζουν άσματα και νεκρικοί ψαλμοί.

Και καθώς με πλησιάζει για να μου τσακίσει τα κόκαλα, με ρωτά:
"Ακόμα δε ξύπνησες; Ξημέρωσε."
Εγώ αναρωτιέμαι γιατί κοιμάμαι όρθιος.

***

Κάτω από την Παλαιά Λίμνη ζει η κακιασμένη Κόρη.
Και καθώς δεν την ταΐζω αναδύεται, με κυνηγά, με καταπίνει.
Μας χαζεύει η Σελήνη και ψέλνει ρομαντικά.
Στους ατσάλινους θορύβους όλοι στρέφουμε το βλέμμα πάνω της.
Και εκείνη με όλη τη φόρα του σκοταδιού της περιφέρεται ρυθμικά στους αιθέρες.
Ξεριζώνει τα μαλλιά της Αριάδνης τα φτιάχνει χλωμό, καρκινιάρικο στεφάνι και το φορά.
Με το χρυσό της μαχαίρι καρφώνει την καρδιά και το στομάχι του Ουρανού.
Για να έχουμε την τύχη όλοι να βρεθούμε νεκροί μέσα σε μια κόκκινη νύχτα.
Ζητωκραυγάζει παρακμιακά και προσγειώνεται με το φτερωτό φεγγάρι πίσω για να ρουφήξει το θόρυβο της.
Μασουλάει υστερικά το επόμενο μου ποίημα και βουτάει.
Τα βλέμματα στραμμένα πάνω μου, οι περαστικοί παρατηρητές πίνουν μπίρα σε ρημαγμένα μπουκάλια.
Μακάρι να μην ξυπνούσα ποτέ.

***

Στις αεροπλανικές Corvette πριν αυτές καρφωθούν και γίνουν ένα με τον τοίχο.
Στο ουρλιαχτό του φρικαρισμένου Κόκορα που κυνηγάει τη νύχτα σαν δαιμονισμένος μπάτσος.
Πριν τα Άσματα μου γίνουν οι μόνιμες κατοικίες των τρελών, των παλαβών, των ψυχοπαθών.
Στους σκαρφαλωμένους στις ταράτσες των πολυκατοικιών που αγκαλιάζουν και φροντίζουν την ατμόσφαιρα.
Κλαίνε τα παραπονεμένα τους χρόνια και τσακίζονται σαν αθώα μικρά παιδιά.
Κλαίνε τα παραπονεμένα χρόνια, παγώνουν τα χρόνια και σκορπιούνται στα χώματα.
Βροντάνε οι ουρανοί και σαν Λιοντάρια βρυχώνται και σαπίζουν με το βάρος την ατμόσφαιρα.
Στις ανήμπορες έφηβες γυναίκες που σαν γερόντισσες ψιθυρίζουν τις κατάρες και ετοιμάζονται για το μεγάλο κακό.
Για το μεγάλο κακό που θα πέσει στα κεφάλια τους ή για το μεγάλο κακό που θα πέσει στο κεφάλι μου;
Στις κρεβατοκάμαρες που έγιναν νεκροταφεία, στα πιάτα που κατεδαφίζονται στην κουζίνα, στο φαγητό που χύνεται στα τραπέζια.
Και στο σαλόνι που κοιμάμαι όρθιος, ζει ένας θόρυβος, ο μόνος αποψινός θόρυβος που κατασπαράζει τους βουβούς.
Στο θεριό που κατοικεί στην πλάτη μου, ματώνει τους λοβούς μου και με τις χυμένες φωνητικές χορδές στο πάτωμα τραγουδάει ξεδιάντροπα.
Στο φωνακλά Έλριχ των τρελών, τον Αυστριακό με την αστεία προφορά, υπηρέτη της γκουβερνάντας του Εωσφόρου.
Στο ψηλότερο διαμέρισμα του Βερολίνου.
Νερό και αλάτι στις τσέπες μου, διαλύομαι σε νερό, χύνομαι στα φρεάτια και χάνομαι.
Στο Neo Tokyo, στο επόμενο Μυστικό δείπνο για να γευτώ τα οπιούχα εδέσματα.
Στον νεότερο από τους γιους του Ποσειδώνα στο μεγαλύτερο ναυάγιο που μέσα του κατοικούν ταλαιπωρημένες ψυχές.
Μέσα στην σκιά του Πατέρα μου.
Στη γη των λιωμένων εντόμων που κατοικώ απόψε έγινε γιορτή.
Όλοι ένιωσαν τη γιορτή και μεθυσμένοι μέσα στην αεροπλανική μας Corvette λιώσαμε στον τοίχο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου