Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Kερασία | Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη

"Συνέχισε Κερασία."

  Ο Βασιλείου εναπόθεσε το ακουστικό πίσω στη συσκευή του τηλεφώνου και με ένα νεύμα την προέτρεψε να εξακολουθήσει την ανάλυση των προσφορών της περασμένης εβδομάδας. Η Κερασία έσκυψε στα φαξ που κρατούσε στα χέρια της. Όση ώρα του υποδείκνυε τις προτάσεις της, παρατήρησε πως δε σήκωσε ούτε για μια στιγμή το βλέμμα του να την αντικρίσει. Μονάχα τα ακροδάχτυλά του έτρεμαν ανεπαίσθητα.

   Γύρισε στο γραφείο της ανακουφισμένη. Μια έντελως αφηρημένη Κατερίνα τσέκαρε δευτερόλεπτα, διανύοντας με απλανή μάτια το διάστημα από την οθόνη του υπολογιστή στο φωτεινό παράθυρο. Η Κερασία δεν της μίλησε. Κάθισε αθόρυβα στη θέση της.
   Η δουλειά τις τελευταίες μέρες του χρόνου παραήταν χαοτική. Έπρεπε να κλείσουν ισολογισμούς, να κανονίσουν δώρα και πληρωμές, να καλύψουν επιταγές. Δεν έπαιρναν ανάσα. Το σκουροπράσινο δεντράκι με τα φτηνά πλαστικά στολίδια στο απέναντι ράφι, που έγερνε ελαφριά σα να το είχε παρασύρει ο αβέβαιος άνεμος της εργασιακής ρουτίνας τους, μάταια διαλαλούσε πως ήταν μέρες γιορτινές. Μέρες χαράς. Μέρες αγάπης.
     Η Κατερίνα αναστέναξε. Μετά ξεφύσηξε. Δεν είπαν λέξη.

   Στο σχόλασμα έκανε μια στάση στην αγορά για μερικά ψώνια. Η κίνηση στους φωταγωγημένους δρόμους της προκάλεσε την ίδια αίσθηση που της προκαλούσε πάντα η εορταστική περίοδος. Αποχαυνωμένα συναισθήματα  που έψαχναν αφορμές να βγουν στην επιφάνεια, να πάψουν πια να ζουν μισά και καταχωνιασμένα. Δεν ήταν σίγουρη ότι τα κατάφερναν. Όσα μισά κι αν κολλούσε κανείς με σχολαστική επιμέλεια, δύσκολα θα κατόρθωνε να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο συναίσθημα. Αυτή η επίγνωση, μασκαρεμένη με φωτάκια, κατασκέπαζε την ακατάσχετη βαβούρα στα πεζοδρόμια και τις εισόδους των πολυκαταστημάτων.

  Θέλοντας να ελαφρύνει τη διάθεσή της μπήκε στο μικροσκοπικό μαγαζί κι επικεντρώθηκε στο ράφι με τα απαστράπτοντα βραδυνά φορέματα. Εκεί έβρισκε πάντα ρούχα που ήταν του γούστου της. Η συμπαθέστατη ιδιοκτήτρια προσπαθούσε με ζήλο κι ένα φαρδύ χαμόγελο να εξυπηρετήσει τις πελάτισσές της. Την προσοχή της Κερασίας έκλεψε ένα αραχνοΰφαντο πλισεδένιο ύφασμα με βελούδινες λεπτομέρειες σε μπορντώ χρώμα. Το τράβηξε με προσοχή από την κρεμάστρα κι έμεινε έκθαμβη να το θαυμάζει. Χάιδευε τις πτυχές του και το ονειρευόταν πάνω στο κορμί της. Κι ύστερα το κορμί της πάνω στο δικό του. Με το φόρεμα κι ύστερα χωρίς φόρεμα... Ουφ, Κερασία...πάλι ξέφυγες!

  "Είναι ένα κομμάτι μόνο κι είναι στο νούμερό σου. Κάνε τον κόπο και φόρεσέ το. Έχε μου εμπιστοσύνη..." την παρακίνησε η γυναίκα με ύφος που ελάχιστα πρόδιδε την καταφανή, λόγω των ημερών κούρασή της.

  Η Κερασία πήρε μια βαθιά αναπνοή και κρυφοκοίταξε την τιμή. Αυτομάτως μες το μυαλό της έκανε τους απαραίτητους υπολογισμούς ώστε να αποφασίσει αν την έπαιρνε να το δοκιμάσει.
     "Ναι, φόρεσέ το Κερασία. Γνωρίζω κάθε πόντο του κορμιού σου κι αυτό το φόρεμα έχει ραφτει για σένα. Πάω και στοίχημα!" η φωνή διέσχισε αλλεπάλληλα κύματα χρόνου και θλίψης κι έφτασε καμπανιστή και ανενόχλητη στα αυτιά της. Η Κερασία, νιώθοντας ολότελα γυμνή, έσφιξε στην αγκαλιά της το ύφασμα και στράφηκε προς το μέρος της. Κοίταξε τον άντρα που μίλησε, σα να έβλεπε ξαφνικά μπροστά της φάντασμα. Η αντανάκλασή του στη βιτρίνα την έπεισε ότι μονάχα φάντασμα δεν ήταν...

    "Γεια σου Στέφανε" είπε ξεψυχισμένα.

    "Χρόνια πολλά Κερασία!"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου