Αηδίες—ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο.
-Τάσος Λειβαδίτης
Οι μέρες μοιάζουν με μία ατέρμονη επανάληψη σαν αυτή στις στροφές που κάνουν οι δίσκοι στα πικάπ. Ακούω κάθε μέρα τα ίδια τραγούδια. Κοιμάμαι με ανοιχτό παράθυρο. Ξυπνάω από τον κρύο αέρα τα πρωινά και τις αχτίδες που με τυφλώνουν διαπερνώντας την κουρτίνα. Είμαστε ιδεαλιστές του κερατά για να αγαπάμε τα παραμύθια που ξέρουμε πόσο άδοξα τελειώνουν.
Ήθελα να το θρηνήσω αυτό το αγέννητο βιβλίο, τελετουργικά όπως αξίζει σε κάθε βιβλίο που δε γράφτηκε και έμεινε στο προσχέδιο. Να κλάψω στις σελίδες του, να προσπαθήσω να το θάψω στην άμμο και έπειτα βλέποντας πόσο μάταιη είναι η ταφή να το πετάξω στην θάλασσα. Πνιγμός εύστοχος όχι σαν τον καρυωτακικό. Ο λυρικός εαυτός μου έχει τόσα κομμάτια άλλων. Φοράω ένα λευκό φουστάνι σαν σεντόνι που τυλίγεται κανείς μετά από έρωτα , σαν την Μάτση Χατζηλαζάρου, πόθω τόσο άρρωστα να ζήσω ένα ειδύλλιο απαγορευμένο σαν εκείνο που είχε με τον Εμπειρίκο. Το βλέμμα μου σχεδόν διαστροφικό και με δόση Σελήνης σαν της Πλαθ θέλω να βάλω κάθε συναίσθημα που γεννάω στον φούρνο και να το κάψω μέχρι να μην υπάρχει. Σχεδόν όπως τότε που είχα πει – θέλω ένα βιβλίο που θα με κάνει μισάνθρωπο. Παγίδα μικρή μου. Το μίσος και ο μισανθρωπισμός είναι αρρώστιες, χειρότερες από χολέρα. Ξαναδιάβασε προσεκτικά τις λέξεις. Αν τις κάνεις κτήμα σου μένεις μισός. Ενώ το ρήμα αγαπάω εγκλείει μέσα του κάθε ολότητα.
Να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Μα προπάντως να σε αγαπάς. Να αγαπάς τον εαυτό σου με κάθε ατέλεια του και ασχήμια. Με κάθε αντίφαση και αντίθεση. Να αγαπάς εκείνη την γαμημένη λευκή τρίχα που φύτρωσε ξαφνικά στα εικοσίδύο σου και εκείνη την ελιά στον γοφό σου. Να αγαπάς εκείνη την ουλή που μπορεί να έχεις από εκείνο το γυαλί που σου έκοψε όταν ήσουν παιδί το πόδι ή αυτά τα μηδαμινά ράμματα στο γόνατό σου που έχουν μία γαμημένα όμορφη ιστορία. Να σε αγαπάς ακόμα και όταν σε μισείς για όλα όσα είσαι και όσα δεν είσαι- με όλη σου την δύναμη. Γιατί αν δεν σε αγαπάς , δεν πρόκειται να αγαπήσεις ποτέ πραγματικά άλλον άνθρωπο ούτε να γεμίσεις αυτό το μεγάλο κενό σου που σου τρώει τα σπλάχνα κάθε βράδυ σαν σαρκοβόρο φυτό . Να σ’αγαπήσεις πρώτα για να μπορέσεις να πιστέψεις ότι αγαπήθηκες και θα αγαπηθείς. Να σε αγαπήσεις για να γλιτώσεις από αυτό τον εν ζωή θάνατο και να μην σε δηλητηριάζεις με άλλο κακό.
Σ’αυτό το ταξίδι να ξεχνάς όσου σε πρόδωσαν και όσους θα σε προδώσουν αυτοί είναι οι μικροί όσο οι αρουραίοι που ζουν στα καράβια- δεν βλέπουν το φως και την θάλασσα που βλέπει ο καπετάνιος το ξημέρωμα – παρά ζουν συνέχεια στο σκοτάδι. Να αγαπάς το φως και τον ήλιο και να το κοιτάς κατάματα κι ας σε τυφλώνει. Ξέρεις , πηγαίνουν μπροστά όσοι ξεπερνούν τους φόβους τους κολυμπώντας μέσα τους, προχωρούν όσων οι σόλες δεν φοβούνται να περπατήσουν σε μοναχικούς δρόμους, απόμερους, παράξενους με εμπόδια και πολλές θυσίες. Το στοίχημα του ταξιδιού είναι να μάθεις να φεύγεις από όσα θεωρείς χρονοβόρα και ψυχοφθόρα, και πάντα να εκτιμάς τα όμορφα.
Oι μέρες θα ξεκινούν πάντα με καφέ και θα λήγουν με ένα χαρτί και ένα μολύβι.Στο ενδιάμεσο θα φοράω την αγάπη μου και το χαμόγελο λάβαρο για όλους τους απεγνωσμένους εκεί έξω.
Ευτυχώς το μολύβι και οι άγνωστοι που παρατηρώ δε θα με προδώσουν ποτέ.
Γι’αυτό σου λέω…
Nα μάθεις να φεύγεις από όσα σε θεωρούν κάτι συνηθισμένο και να βάζεις ρότα για εκεί που σε θεωρούν μοναδικό.
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο.
-Τάσος Λειβαδίτης
Οι μέρες μοιάζουν με μία ατέρμονη επανάληψη σαν αυτή στις στροφές που κάνουν οι δίσκοι στα πικάπ. Ακούω κάθε μέρα τα ίδια τραγούδια. Κοιμάμαι με ανοιχτό παράθυρο. Ξυπνάω από τον κρύο αέρα τα πρωινά και τις αχτίδες που με τυφλώνουν διαπερνώντας την κουρτίνα. Είμαστε ιδεαλιστές του κερατά για να αγαπάμε τα παραμύθια που ξέρουμε πόσο άδοξα τελειώνουν.
Ήθελα να το θρηνήσω αυτό το αγέννητο βιβλίο, τελετουργικά όπως αξίζει σε κάθε βιβλίο που δε γράφτηκε και έμεινε στο προσχέδιο. Να κλάψω στις σελίδες του, να προσπαθήσω να το θάψω στην άμμο και έπειτα βλέποντας πόσο μάταιη είναι η ταφή να το πετάξω στην θάλασσα. Πνιγμός εύστοχος όχι σαν τον καρυωτακικό. Ο λυρικός εαυτός μου έχει τόσα κομμάτια άλλων. Φοράω ένα λευκό φουστάνι σαν σεντόνι που τυλίγεται κανείς μετά από έρωτα , σαν την Μάτση Χατζηλαζάρου, πόθω τόσο άρρωστα να ζήσω ένα ειδύλλιο απαγορευμένο σαν εκείνο που είχε με τον Εμπειρίκο. Το βλέμμα μου σχεδόν διαστροφικό και με δόση Σελήνης σαν της Πλαθ θέλω να βάλω κάθε συναίσθημα που γεννάω στον φούρνο και να το κάψω μέχρι να μην υπάρχει. Σχεδόν όπως τότε που είχα πει – θέλω ένα βιβλίο που θα με κάνει μισάνθρωπο. Παγίδα μικρή μου. Το μίσος και ο μισανθρωπισμός είναι αρρώστιες, χειρότερες από χολέρα. Ξαναδιάβασε προσεκτικά τις λέξεις. Αν τις κάνεις κτήμα σου μένεις μισός. Ενώ το ρήμα αγαπάω εγκλείει μέσα του κάθε ολότητα.
Να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Μα προπάντως να σε αγαπάς. Να αγαπάς τον εαυτό σου με κάθε ατέλεια του και ασχήμια. Με κάθε αντίφαση και αντίθεση. Να αγαπάς εκείνη την γαμημένη λευκή τρίχα που φύτρωσε ξαφνικά στα εικοσίδύο σου και εκείνη την ελιά στον γοφό σου. Να αγαπάς εκείνη την ουλή που μπορεί να έχεις από εκείνο το γυαλί που σου έκοψε όταν ήσουν παιδί το πόδι ή αυτά τα μηδαμινά ράμματα στο γόνατό σου που έχουν μία γαμημένα όμορφη ιστορία. Να σε αγαπάς ακόμα και όταν σε μισείς για όλα όσα είσαι και όσα δεν είσαι- με όλη σου την δύναμη. Γιατί αν δεν σε αγαπάς , δεν πρόκειται να αγαπήσεις ποτέ πραγματικά άλλον άνθρωπο ούτε να γεμίσεις αυτό το μεγάλο κενό σου που σου τρώει τα σπλάχνα κάθε βράδυ σαν σαρκοβόρο φυτό . Να σ’αγαπήσεις πρώτα για να μπορέσεις να πιστέψεις ότι αγαπήθηκες και θα αγαπηθείς. Να σε αγαπήσεις για να γλιτώσεις από αυτό τον εν ζωή θάνατο και να μην σε δηλητηριάζεις με άλλο κακό.
Σ’αυτό το ταξίδι να ξεχνάς όσου σε πρόδωσαν και όσους θα σε προδώσουν αυτοί είναι οι μικροί όσο οι αρουραίοι που ζουν στα καράβια- δεν βλέπουν το φως και την θάλασσα που βλέπει ο καπετάνιος το ξημέρωμα – παρά ζουν συνέχεια στο σκοτάδι. Να αγαπάς το φως και τον ήλιο και να το κοιτάς κατάματα κι ας σε τυφλώνει. Ξέρεις , πηγαίνουν μπροστά όσοι ξεπερνούν τους φόβους τους κολυμπώντας μέσα τους, προχωρούν όσων οι σόλες δεν φοβούνται να περπατήσουν σε μοναχικούς δρόμους, απόμερους, παράξενους με εμπόδια και πολλές θυσίες. Το στοίχημα του ταξιδιού είναι να μάθεις να φεύγεις από όσα θεωρείς χρονοβόρα και ψυχοφθόρα, και πάντα να εκτιμάς τα όμορφα.
Oι μέρες θα ξεκινούν πάντα με καφέ και θα λήγουν με ένα χαρτί και ένα μολύβι.Στο ενδιάμεσο θα φοράω την αγάπη μου και το χαμόγελο λάβαρο για όλους τους απεγνωσμένους εκεί έξω.
Ευτυχώς το μολύβι και οι άγνωστοι που παρατηρώ δε θα με προδώσουν ποτέ.
Γι’αυτό σου λέω…
Nα μάθεις να φεύγεις από όσα σε θεωρούν κάτι συνηθισμένο και να βάζεις ρότα για εκεί που σε θεωρούν μοναδικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου