Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Εκείνο το πρωινό Σαββάτου | Πράξια Αρέστη

Εκείνο το πρωινό Σαββάτου δεν ήταν ίδιο με τα άλλα. Κάτι είχε αλλάξει μέσα μου ο γλυκός ύπνος της νύχτας και ο ήλιος το πρωί μπήκε στο δωμάτιο με ένα χαμόγελο που δε με ενοχλούσε πια. Μία σκιά είχε φύγει από το μυαλό μου και άφηνε να δω καθαρά τα χρώματα της ζωής. Μία κούραση την ένιωθα όπως κάθε πρωί. Ένα μούδιασμα που ξεκινούσε από το κεφάλι και έφτανε μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου. Η ίδια αίσθηση ότι αυτό το σώμα κουβαλάει περισσότερα από όσο αντέχει και σιγά σιγά λυγίζει. 

Ποιος νοιάζεται όμως για το σώμα όταν η ψυχή θέλει να χορέψει; Σηκώθηκα, βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα προς τη θάλασσα. Ήταν λες και ήθελα να βεβαιωθώ ότι είναι ακόμα εκεί. Ένιωσα την αύρα της να με χτυπάει και να φέρνει μαζί της ένα αίσθημα ελευθερίας. 

Από μέσα μου έφυγε η θλίψη, την πήρε μαζί του το αλμυρό ανοιξιάτικο αεράκι. Και ο καφές… ο καφές δεν ήταν πια πικρός. Μύριζε δύναμη και φρεσκάδα. Και τότε κατάλαβα… εγώ είχα αλλάξει. Όχι ο ήλιος, όχι η θάλασσα, όχι ο καφές. Εγώ!

Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν κοίταξα καν να δω τον αριθμό. Ήξερα ότι ήσουν εσύ. 
Γι’ ακόμη μία φορά θα έλεγες συγνώμη, γι’ ακόμη μία φορά θα αιτιολογούσες την απουσία σου, τα αναπάντητα μηνύματα, τις χιλιοειπωμένες σιωπές σου. Αυτή τη φορά δεν θα σήκωνα όπως πάντα το τηλέφωνο. Το άφησα να χτυπά ξανά και ξανά, συνεχίζοντας να πίνω τον γλυκό χωρίς ζάχαρη καφέ μου. 

Αυτή τη φορά δεν θα άφηνα κανένα παράθυρο ανοιχτό για να μπεις, καμία χαραμάδα στον τοίχο.


Εκείνο το πρωινό Σάββατο άλλαξα και σ’ άφησα για πάντα απέξω…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου