Σήμερα θέλω να σου μιλήσω για
εκείνη. Θα ήθελα να σου πω γιατί την έχω πατήσει μαζί της μπας και με
δικαιολογήσεις, μπας και δικαιολογήσω κι εγώ τον ανώριμο εαυτό μου, μπας και
καταλάβουν όλες αυτές οι πρώην και οι επόμενες που με ρωτάνε τι της έχω βρει.
Δυσκολεύομαι κάπως από το από πού να αρχίσω, δε σου κρύβω. Θα άρχιζα να σου
μιλάω για την εμφάνισή της, αλλά στη σκέψη και μόνο θα νιώσω καυλωμένος και θα
μείνει στη μέση το κείμενο. Θα συνέχιζα λέγοντάς σου για το μυαλό της, αλλά δε
θα ήξερα να το περιγράψω, δε θα μπορούσα να βρω τις λέξεις. Είναι τόσο άρρωστο
ξέρεις που θα έκανε και τον διάολο να κοκκινίσει. Όχι πως τάχα είναι
προκλητική. Είναι απλά περίεργη. Θέλει απλά όλα να τα μαθαίνει. Και ξέρει τον
τρόπο. Ξέρει να παίρνει πάντα αυτό που θέλει. Και πάντα θέλει κάτι, κάτι που
κανείς δε μπορεί να μαντέψει. Μήτε η ίδια. Συνεχίζω να σκέφτομαι από πού θα
ξεκινήσω και που θα τελειώσω.
Ο φίλος Κ. λέει ότι τη γουστάρω,
επειδή είναι έξυπνη και όμορφη. Επειδή τάχα μαγειρεύει ωραία, είναι δραστήρια
και με φροντίζει. Ο φίλος Α. λέει ότι την έχω πατήσει μαζί της, επειδή τάχα
είναι πιτσιρίκα και πως θα μου περάσει. Ο φίλος Χ. λέει πως θέλει μία ίδια. Εγώ
σκέφτομαι ότι απλά τη θέλω. Δε ξέρω πώς να το ορίσω, δε ξέρω καν αν μπορέσει να
περιγραφεί τούτη η καύλα που με πιάνει όταν τη βλέπω. Δε ξέρω καν αν θα
μπορούσα να τη χωρέσω σε λέξεις. Ξέρω απλά όταν την κοιτάζω ότι «Αυτή είναι».
Αυτή και καμία άλλη. Δε θα μπορούσε να είναι άλλη. Δε θα μπορούσα να συνεννοηθώ
με άλλη.
Με καυλώνει ο τρόπος που
σκέφτεται, ο τρόπος που με καταλαβαίνει. Αλήθεια, με καταλαβαίνει όπως καμία
άλλη ποτέ πριν. Με καυλώνει το βλέμμα της, το βλέμμα και το χαμόγελό της. Με
καυλώνει που το πρωί ξυπνάω πρώτος και τη χαζεύω να κοιμάται ανυποψίαστη. Με
καυλώνει να τη φιλάω στο λαιμό, όσο κοιμάται. Με καυλώνει να την ξυπνάω με
φιλιά. Με καυλώνει που της λέω «Καλημέρα» κάθε πρωί. Ακόμα και αυτό, φαντάσου.
Με καυλώνει να ξυπνάω πλάι της.
Τι σου λέω τώρα κι εσένα καημένε;
Που να καταλάβεις; Πάλι θα τρέξεις σε κάποια τυχαία για ευκαιριακό σεξ κι
απόψε, θα την χώσεις κάτω από τα σκεπάσματά σου, θα κλείσεις το φως για να μη
τη βλέπεις κι ύστερα θα ξεράσεις πάνω της σταγόνες μιας λιπόθυμης καύλας που
σου έφερε το δεύτερο ποτό. Ύστερα θα τη διώξεις όπως-όπως. Βλέποντας την στο
φως θα ξενερώσεις και λίγο με την πάρτη σου που την πήδηξες. Θα σκεφτείς να
ρωτήσεις πως την λένε, μετά θα καταλάβεις τη ματαιότητα και θα το βουλώσεις. Η
γκόμενα θα σε ευχαριστήσει για το βράδυ που της χάρισες και θα φύγει. Θα βάλεις
ένα ουίσκι να πιεις και θα ανάψεις ένα τσιγάρο. Και θα σκεφτείς πόσο άδειος
νιώθεις, πόσο ξενερωμένος με την πάρτη σου.
Φωτογραφία: Bobgreer
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου