...Σ΄ ένα όμορφο ταξίδι, θα' θελα τώρα να σας συνεπάρω, γιατί, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, η ομορφιά κρύβει μέσα της, ισότιμα και ισόρροπα, πόνο και χαρά. Φώς και σκότος. Έρωτα και λαγνεία.
Ξύπνησα και δεν θυμάμαι τίποτα, σκέφθηκα, ούτε πού πήγα, ούτε ποιους είδα, ούτε ποιούς συνάντησα, ούτε τι πραγματικά έπραξα. Σκέφθηκα αρκετά και τελικά κατάλαβα, ότι αυτό δεν είχε καμμία απολύτως σημασία.
Η ουσία βρισκόταν αλλού. Σε τόπο διάφορο, από αυτό που είχα εστιάσει τόσα χρόνια, με μανία και εμμονή συγχρόνως. Στην παύση της παραισθησιογόνου σκέψης, καθώς και στην αναγκαία επιθυμία αποδοχής, της Eρμηνείας, ως πολυσήμου γεγονότος.
Αίφνης, με κατέκλυσε ένα συναίσθημα ερημίας και απομόνωσης, ώσπου είδα απέναντι ένα δρόμο τόσο γνώριμο και άγνωστο, με εντελώς νέα πρόσωπα, που ήταν όλα εντός μου. Οι δικοί μου, άγνωστοι άνθρωποι. Σκέφθηκα προς στιγμήν, ότι ήταν περασμένη ώρα και ίσως θα ήταν καλύτερα να γείρω στην αγκαλιά του τόσο γνώριμου και γλυκόπικρου ύπνου μου, αλλά μια δύναμη πέρα από τα όρια του γνωστού μου σύμπαντος, με διευκόλυνε να αντιληφθώ, ότι εάν δεν περπατούσα στο δρόμο αυτόν τώρα, δεν θα ξανάβρισκα, ίσως ποτέ, τη διαδρομή που θα με οδηγούσε σ΄ αυτόν. Έτσι, λοιπόν, συνέχισα περπατώντας, στην αρχή δειλά και προσεκτικά, έχοντας τα χέρια μου πάντα στις τσέπες, για να κρύψω τον ιδρώτα που τα είχε κυριολεκτικά μουλιάσει. Μάλλον, σκέφθηκα, η αναμονή ή η προσμονή αυτών των νέων προσώπων, ήταν αυτή που είχε κυριεύσει όλο μου το σώμα και μ΄ έκανε να ιδρώνω, χωρίς να μου έχει γίνει πλήρως αντιληπτό ακόμη, ότι η απομυθοποίηση του φόβου, θα ήταν το κλειδί του κώδικα.
Περπατώντας, αισθάνθηκα ότι με τη διακοπή σκέψεων φθοροποιών, που τώρα δα μου έρχονταν σαν απρόσκλητοι επισκέπτες στο νου, θα είχα την ικανότητα να νιώσω πολύ καλύτερα κάθε στιγμή αυτής της μικρής αιωνιότητας, που διαβαίνοντας μπρος της, αφανιζόταν, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής σ΄ αυτήν. Ένα φρέσκο αεράκι, καταπράυνε τα υγρά ακόμη δάχτυλά μου, τα οποία σιγά-σιγά άρχισα να εμφανίζω, χρησιμοποιώντας τα ως εργαλεία, αποκάλυψης των αισθήσεων. Τότε ακριβώς, ήταν εκείνη η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ, αλλά και που τότε, διόλου σκέφθηκα λίγο παραπάνω από όσο ήθελα.
Η στιγμή που μπήκε στο μαύρο αμάξι, το κορίτσι με το λυπημένο χαμόγελο.
Είναι αυτό ακριβώς το άρωμα, που όσο πιο πολύ το μυρίζεις, τόσο και ολοένα εξατμίζεται, μέχρι να χαθεί. Είναι το άρωμα που το νιώθεις απλά, χωρίς δυνατότητα ανάλυσης, αυτής της λεπτής αρμονίας και ευεξίας των κυττάρων. Είναι το άρωμα της απώλειας, αλλά και της γέννησης συγχρόνως.
Η σκέψη μου τώρα προσπαθούσε να αποπλανήσει, το μονοπάτι που είχαμε μόλις πάρει οι δυο μας. Ερωτικό φιλί. Μια αγκαλιά, που μίλαγε από μόνη της και, που η ίδια δεν χώραγε, σε λόγια σκέψεις κι ενθυμήσεις. Μια αγκαλιά, σαν αεράκι καλοκαιρινό, με έντυσε και μου παρηγόρησε τον καημό. Μια αγκαλιά, σαν πέταγμα πουλιού τη νύχτα…μυστική και σύντομη…
...Σ' αυτό το ταξίδι μας, μέναμε για ώρες, μέρες, ίσως και μήνες ή και χρόνια, σχεδόν αμίλητοι μεταξύ μας, ανακαλύπτοντας, το ουσιαστικότερο νόημα αυτής της διαδρομής, η οποία από μόνη της, σιωπηρά, μας έδινε τη δυνατότητα Ερμηνείας.
Ο καιρός, ήταν πια ιδιαίτερα ζεστός κι έτσι αποφασίσαμε να σταματήσουμε σ' έναν εξαίσιο όρμο, τον οποίο θα συναντούσαμε σε λίγο, κατά μήκος της διαδρομής που είχαμε να διανύσουμε. Εκεί υπήρχε - αν θυμάμαι καλά - ένα όμορφο ταβερνάκι σχεδόν πάνω στη θάλασσα, χωρίς να υπάρχει ψυχή σ΄ αυτό. Τι κάνουμε εδώ άραγε; Δραπέτευσε έτσι μια σκέψη, η οποία από μόνη της εντός ολίγου, αληθινά μου φάνηκε πιότερο περιττή, από κάθε άλλη φορά.
...Ξαφνικά, είδα μπροστά μου μια κοπέλα...
...Θυμάμαι, ότι της άρεσε ιδιαίτερα ο χορός και στο άκουσμα των τραγουδιών του ραδιοφώνου, σηκωθήκαμε μαζί και αρχίσαμε να λικνίζουμε τα σώματά μας στους μουσικούς ήχους, που έκαναν θαρρείς εκείνο το ήσυχο ταβερνάκι, να αντηχεί, από τις σωματικές μας δονήσεις, που κάλυπταν έτσι, την έντονη επιθυμία λαγνείας ,που μου δημιουργούσε, το πρόσωπο και το σώμα της...
Τελικά, όσο κι αν προσπαθούσα, ξέφευγαν σε τούτο το ταξίδι, ηθελημένα και άθελα, σκέψεις περιττές. Έχανα και ξαναέχανα ολοένα και πιο συνειδητά την ουσία, που απλή τώρα κι όμορφη πρόβαλε στο μισοσκόταδο. Διακοπή αναγκαία αυτής της σκέψης, που τόσο ζηλόφθονα θέλει να με αποπλανήσει, από την όλη ουσία.
...Μόλις άρχισα να το νοιώθω...
Επιστροφή σ΄ εκείνο ακριβώς το σημείο, στο οποίο έμεινε ημιτελής, η εικόνα του προσώπου μου. Κι έτσι, καταλάβαινα ολοένα και περισσότερο στην πορεία αυτού εδώ του ταξιδιού, την ανάγκη της σιωπής. Της σιωπής εκείνης, η οποία δεν γαλουχούσε τη σκέψη, αλλά αυτόν ακριβώς τον ουσιαστικό λόγο, που εκπορεύεται από το κέντρο του μυστικού σύμπαντος.
Την ψυχή, που όσο κι αν προσπάθησα μανιωδώς να αφανίσω, τούτη δω τη στιγμή της διαδρομής εμφανιζόταν νεαρή, όμορφη, χωρίς κανένα ίχνος από την ταλαιπωρία που υπέστη, μέσα σ΄ όλα αυτά τα χρόνια.
Μου έκανε νεύμα, ότι θα 'πρεπε τώρα δα να την αφουγκραστώ, γιατί ίσως ποτέ άλλοτε, δεν θα άνοιγε τα γλυκά της, ζωογόνα χείλη. Είχαμε πολλή ώρα να μιλήσουμε και σκέφθηκα:
...Διακόπτω, σημαίνει επικοινωνώ πιο έντονα, από κάθε άλλη φορά. Σιωπώ και βιώνω τον καταιγισμό των λέξεων, άγνωστων χρόνια σε μένα, αλλά και στην υπόλοιπη παρέα του ταξιδιού αυτού, οι οποίες μας τροφοδοτούσαν με στιγμιότυπα υπό αφανισμό. Αισθάνθηκα έντονα λοιπόν, την ανάγκη να κοιμηθώ...
...Κοιμήθηκα και ξύπνησα τόσο γρήγορα, θαρρείς σαν να μην πέρασε ούτε ένα κλάσμα γήινου δευτερόλεπτου, έχοντας και πάλι στο μυαλό μου στιγμές, εικόνες και ενθυμήσεις, οι οποίες όμως τώρα, δεν μου φάνταζαν περιττές, αλλά αναγκαίες, καθώς είχαν πλέον κι αυτές μεταμορφωθεί κι αναπλασθεί σε ένα γόνιμο έδαφος, για την ολοκλήρωση της ψυχικής μου καλλιέργειας, ή απραξίας...
...Το όνειρο αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο, αφού ξυπνώντας δεν θυμόμουν, ή δεν ήθελα να θυμάμαι, τίποτα από αυτό...
...Φτάνοντας ίσως στο σημαντικότερο σημείο αυτού εδώ του δρομολογίου, αισθάνθηκα ότι οι αισθήσεις αυτές θα ήταν καλύτερες, εάν απλά και μόνον δεν ορίζονταν, αλλά άφηναν ίχνος, δίχως την ανάγκη της παραμικρής ανάλυσης, ή καταγραφής. Αισθήσεις οι οποίες διεγείρονταν από το πλέον σημαντικό κέντρο. Το είναι. Η προσπάθεια απέκδυσης του περιττού, φανέρωνε σιγά-σιγά, όπως ο ήλιος την ημέρα, ότι δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια επεξηγήσεων.
Όλα ήταν εξηγημένα, με ένα θαυμαστό και παράδοξο συγχρόνως τρόπο...
...Έτσι, λοιπόν, συνεχίσαμε να τραβάμε το δρόμο μας, μέσα σε σχήματα προσμονής της αρμονίας, καθώς επίσης και της απόλυτης διάρρηξης της. Αυτό βέβαια, δεν μας δημιουργούσε τώρα πια σύγχυση, καθώς ολοένα και πιο έντονα γινόταν αντιληπτό, ότι αυτή η διαδικασία, δηλαδή η προσπάθεια αποβολής, όσο και η επανάληψη των σημείων εκείνων που μας συνόδευαν ίσως από την έναρξη, ή και νωρίτερα από την ιδέα αυτού του ταξιδιού, θα ήταν πάντα μέσα μας και μαζί μας. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η παύση της ανάλυσης εκείνης, η οποία θα προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις σε όλα αυτά που τούτη δω τη στιγμή, που περνούσαμε αυτό το υπέροχο δάσος, μας ερχόντουσαν σαν άλλες σκηνές τοπίων ονειρικών και θόλωναν τις εικόνες που βλέπαμε...
...Τότε ακριβώς, ήταν η στιγμή που σκέφθηκα ότι, αλλάζω σημαίνει παραμένω ο ίδιος, έχοντας αποδεχθεί καθ' ολοκληρίαν την ύπαρξη, τη νόηση και τις παραισθήσεις μου. Και για να μην ξεχαστώ, μ΄ όλην αυτήν την ομορφιά που βλέπω τώρα δα γύρω μου, να σας πω ότι μέρος σημαντικό αυτής της διεργασίας μας είναι, ότι μετά από όλα αυτά που συνέβησαν, όσες παλινωδήσεις και αν επανατοποθετηθούν εντός μας, επιτελείται επαρκώς η διάκρισις της οδού. Η αναχώρηση και επιστροφή του Βασιλιά, στο δικό του Βασίλειο...
...Ο δρόμος ήταν ξεκάθαρα χαραγμένος μπρος μας. Αρκεί, όσο κι αν ξεχνιόμαστε με τις ευχάριστες στάσεις που πραγματοποιούσαμε, να μην ξεθώριαζε από το οπτικό μας πεδίο, το τέλος του ταξιδιού...
Θα πιάσει βροχή μάλλον, σκεφθήκαμε εγώ και το κορίτσι με το λυπημένο χαμόγελο, που είχε αρκετή ώρα να μιλήσει, καθώς άλλοτε κοιμόταν κι άλλοτε κοιτούσε από το παράθυρο τις εικόνες και τα πρόσωπα που προσπερνούσαμε. Ήθελα να τη ρωτήσω εάν θέλει να σταματήσουμε σε εκείνο το σημείο κοντά στους πρόποδες του βουνού, που τώρα δα είχε κυκλωθεί ερωτικά από ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο, αλλά άμεσα σκέφθηκα ότι οι ερωτήσεις δεν είναι πάντα ωφέλιμες, αλλά μαρτυρούν καταφανώς, την αμηχανία που προκαλείται, εκ του περισσού.
Αυτή η πρόκληση, ήθελα να προσπεράσει αυτό το σημείο και να φανερωθεί, η αιτία δημιουργίας της. Έτσι λοιπόν σταματήσαμε, βγήκαμε από το μαύρο αμάξι και καθίσαμε σ΄ ένα παγκάκι, βλέποντας από κει ψηλά όλο το πανέμορφο δάσος που είχαμε ήδη διανύσει και την κοίταξα κλεφτά στα μάτια.
Οι υπόλοιποι δεν ήθελαν να βγουν. Κάθισαν στο αμάξι. Κατάλαβα, ότι μ΄ αυτό το κορίτσι, θα περνούσαμε πολλές ώρες κατά το υπόλοιπο μέρος του ταξιδιού.Θα ήμασταν μαζί - κι ο καθένας - , στο δικό του μοναδικό δρομολόγιο.
Ένοιωθα ολοένα και περισσότερο, όσο περνάγανε οι ημέρες αυτού του ταξιδιού, ότι αυτό το κορίτσι θα με μάθαινε πολλά και θα μου έβγαζε μ΄ έναν ιδιαίτερο τρόπο, όλα αυτά που είχα μέσα μου, χωρίς να έχω τολμήσει έως τώρα, να ορθώσω το ανάστημα του εαυτού μου, απέναντί τους...
...Αυτή η ίδια διαδικασία της ωρίμανσης, περνούσε μέσα από τις μυστικές διαδρομές, που ήθελε να μου δείξει, κι εγώ τις ακολουθούσα απλά, γιατί αισθανόμουν, ότι αυτό ήταν τώρα που μου έκανε καλό και που φανέρωνε τόσο ξεκάθαρα, το μέρος που ήθελα να φτάσω, να φτάσουμε μαζί...
..Και έτσι, ενώ προχωρούσαμε κι εγώ είχα αρχίσει να κουράζομαι με την οδήγηση τόσων ωρών, ημερών ή μηνών και χρόνων - δεν θυμάμαι - άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μαθαίνω, σημαίνει επιστρέφω στην αρχή...
...Μαθαίνω, σημαίνει αποκαλύπτω τον άγνωστο-γνωστό δικό μου άνθρωπο, κάτω από τα πλείστα στρώματα του εδάφους, που όσο κι αν πολύ πόθησαν, δεν έφεραν εις πέρας το παράδοξο έργο τους, δηλαδή, να κρύψουν το πρόσωπό μου από εμένα, όπως η γη τη στεριά της από τον ήλιο. Θέλω, τέλος, να μάθω από κάποιον, ή με κάνει κάποιος να επιθυμώ τη μάθηση, σημαίνει ή σηματοδοτεί το φρικτό ή πανέμορφο γκρέμισμα όλων των τειχών, που με είχαν φυλακίσει, χωρίς να έχω καμμία αντίληψη επ' αυτού...
Δεν είναι τελικά, σκέφθηκα, σκόπελος ή εμπόδιο στην επιθυμία της μάθησης, αυτής που μόνη τώρα χαράζει τα τελευταία χιλιόμετρα και μέτρα αυτού εδώ του ταξιδιού, που μου φαντάζει τώρα, κάπως δύσκολο και κουραστικό, η επιστροφή, η επανάληψη, το περιττό, το αμάρτημα.
Η αποδοχή όλων αυτών, ως σημείων που αδιόρατα ενώνονται με το κέντρο της ξαγρύπνιας και της αέναης επιθυμίας για ψυχική ωρίμανση, αποκαλύπτουν τώρα σιγά-σιγά και στέρεα, κάτι που φαντάζει ιδιαίτερα απλό.
Μαθαίνω, σημαίνει αποδέχομαι, έχοντας πλέον απεκδυθεί όλες τις ενοχές που ψευδώς, αυστηρά, μου έκλειναν το δρόμο.
Στο ταξίδι αυτό κατάλαβα ότι για να πας όσο το δυνατόν πιο μπροστά και να προχωρήσεις, πρέπει να γυρίζεις ολοένα και περισσότερο πίσω, ακόμη κι αν εκεί πόνεσες πολύ...
...Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβει ούτε το κορίτσι, μα ούτε κι εγώ, με είχε βοηθήσει, ή μου είχε δώσει το συμπαντικό αυτό έναυσμα, να δω πλέον με άλλα μάτια, όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου, με μένα θεατή, ή κομβικό πρόσωπο σ΄ αυτά...
Με έκανε να ανακαλύπτω αυτήν τη εικόνα του προσώπου μου, ολοένα και πιο, λαμπερά ξεκάθαρη.
Με οδήγησε δηλαδή στην επιθυμία αυτής της μάθησης, που τόσο θελκτική πλέον με σαγήνευε, σαν το ίδιο το κορίτσι.
Η ηδονική αρμονία του Έρωτα σε όλα μου τα κύτταρα, που τώρα δα χόρευαν στο ταξίδι αυτό, προς το κέντρο του κόσμου όλου.
...Ενώ θα νόμιζε, ή ακόμη καλύτερα θα πίστευε κανείς, ότι μετά από τόσο μεγάλο ή μικρό μπορεί χρονικό διάστημα αυτού του ταξιδιού, ο χρόνος ή οι στιγμές που περάσαμε μαζί, θα μας έφερνε πιο κοντά, σε έντονη σχέση και συναναστροφή, αντίθετα, όταν πολλές φορές βρισκόμασταν, ακόμα και μετά το τέλος αυτού του ταξιδιού, μιλάγαμε λιγοστά ή σχεδόν καθόλου, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα απολύτως μεταξύ μας...
...Λες και μια αδιόρατη ακατάλυτη δύναμη, διέκοπτε τα περισσότερα - περιττά σαφώς αντιλαμβάνομαι τώρα δα - λόγια.
Αυτή η σιωπή, τώρα, είχε μεταβληθεί σε ήχο λαμπερό, που μας οδηγούσε σε δρόμο ανοιχτό, χωρίς καμμία παρεμβολή...
...Ξαφνικά, οι περισσότεροι μου ζήτησαν να σταματήσω στο πλησιέστερο σημείο, γιατί πλέον είχαν κουραστεί αρκετά και ήθελαν να συνεχίσουν ο καθένας με το δικό τρόπο,το υπολειπόμενο, τελευταίο μέρος της διαδρομής...
...Χωρίς να παραξενευτώ, σταμάτησα πολύ σύντομα, όλοι με μιας βγήκαν από το αμάξι, καθώς κοιτώντας με ο καθένας, με το δικό του τρόπο, μου έδωσαν για μια και μόνη τελευταία φορά, τη βεβαιότητα ότι όλα πλέον είχαν αλλάξει, στο ταξίδι αυτό της επιστροφής...
...Έχω τώρα την αίσθηση, και καθόλου την παραίσθηση θα έλεγα, ότι βρίσκομαι μπροστά στη λύση αυτού του δυσεπίλυτου αινίγματος, που απλούστατα δεν είναι τίποτε άλλο, από τη μη λύση του και την προσαρμογή μου, μέσα σ΄ αυτό...
Η αποδοχή, ότι όλα αυτά που βαθιά, τόσα χρόνια πίστεψα ότι με κούρασαν και με πίεσαν, δεν ήταν τίποτε περισσότερο της δικής μου ευχαρίστησης, από καθέδρας να απολαύσω τις επιθυμίες μου, που τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά με έφερναν και πιο κοντά, σ΄αυτό που δεν αποτελούσε καθόλου ιδιαίτερο φιλοσόφημα ή αναλυτική ψυχική μου διείσδυση, αλλά αυτήν ακριβώς τη στάση της επιστροφής, σ΄ αυτήν την πρώτη γόνιμη ιδέα του είναι μου.
...Είναι τόσο αρχέγονη και ακατέργαστη αυτή η μορφή και αποτύπωση, που δε φέρει κανένα σημείο επιπρόσθετης διευκρίνισης. Η από-κάλυψη, σαν άλλο κέλυφος θαλασσίου όστρακου, φαντάζει τώρα διεργασία απαραίτητη και καταλυτική. Να δω με τα μάτια μου, τα δικά μου μάτια και τη θέση τους, μέσα στο σώμα που τα μεταφέρει. Τελικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολη η πλήρης αποποίηση της ανάλυσης, η οποία αυτή και μόνη ορίζει την κατάργησή της, παράλληλα με το τέλος και την αρχή αυτού του όμορφου ταξιδιού. Γιατί ουσιαστικά, το τέλος είναι η αρχή - και η αρχή το τέλος, ο σκοπός δηλαδή, της επιστροφής σ΄ αυτήν...
...Έχω τώρα την αίσθηση, ολοφάνερη σε όλο μου το σώμα, σαν να πέρασε μεγάλη τρικυμία το κορμί αυτό, που ταξίδεψε τόσο και ζαλίστηκε, σαν άλλη ναυτία που μυστικά με αποχωρίστηκε και έμεινα τώρα ήρεμος, γνωρίζοντας ότι όλα οφείλονταν σ΄ εκείνη, όλα αυτά που με τάραξαν τα ξεδιάλυνε εκείνο το κορίτσι, με το λυπημένο χαμόγελο. Είχαμε τώρα μυστικά ενωθεί, χωρίς καν να μιλήσουμε, ιδιαίτερα για αυτό. Ένα φιλί, μια αγκαλιά και μια ματιά, είχαν αποκαλύψει το θολωμένο τοπίο...
Ένα ταξίδι, δηλαδή, γνώριμο πλέον και επαναληπτικό, το οποίο θα καθόριζε η έντονη αγωνία, ανεύρεσης της οδού, που θα μας οδηγούσε στο λιμάνι των ψυχών. Μέσα σ' εκείνο το λιμάνι, θα προσπαθούσα πλέον να αναστήσω και τη δική μου ψυχή, για να την τοποθετήσω δίπλα σε αυτήν του κοριτσιού, με το λυπημένο χαμόγελο.
...Αποδέχομαι, σημαίνει πως επανιδρύω την αταξία εντός μου, ορίζοντας ακριβώς την ισορροπία, διεργασία άκρως ψυχωτική, που συντίθεται από τη συλλογή των σημείων, που ατάκτως και όλως περιέργως αιωρούνται, σε αρμοστή συζυγία στον χώρο...
... Καλημέρα, είπα, και αντιλήφθηκα, ότι το ταξίδι αυτό τώρα μόλις αρχινούσε...
...Ήταν περασμένη ώρα, κοντινό χάραμα εκείνου του ζεστού Σεπτέμβρη, όταν, μετά από ένα μακρινό και όμορφο ταξίδι, το καράβι έμπαινε δειλά, μα αποφασιστικά συγχρόνως, στο λιμάνι των ψυχών...
Οι επιβάτες ήταν ανυπόμονοι να κατέβουν από το καράβι, προκειμένου να αντικρίσουν πρώτοι, μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αναμονής, αυτό που τόσο πολύ επόθησαν και ήταν τώρα εντός και εκτός τους, μια πραγματικότητα ή μια ψυχωτική παραίσθηση.
...Εγώ καθόμουν σ΄ ένα μεγάλο καναπέ του πλοίου, ιδιαίτερα αναπαυτικά, έχοντας το κορίτσι με το λυπημένο χαμόγελο απέναντί μου, καθώς πλέον, καμμία ιδιαίτερη βιασύνη δεν περιέτρεχε το νου και τις αισθήσεις μου. Θαρρείς ότι ήθελα να γευτώ ως την τελευταία του στιγμή τούτο δω το ταξίδι, που τώρα δα, τόσο μελαγχολικά μας αποχωριζόταν από την αγκαλιά του, για να μας αποθέσει ως κοιμισμένα βρέφη, μετά από τυραννισμένη ξαγρύπνια, στο κρεβάτι της ψυχής μας...
Η αίσθηση ότι επιθυμώ, όπως και η ανάγκη που προκύπτει από αυτό, άρχισε να φανερώνεται αρκετά ξεκάθαρα, ώστε τα λάθη ή τα αμαρτήματά μας, τώρα δα μου φάνταζαν ως η μόνη σωτηρία και λύτρωση από το θολωμένο τοπίο, που αντικρίζαμε για πολλούς αιώνες.
...Η αποδοχή της μόνης αλήθειας, που ντροπαλή και μόνη, πιεστικά κλείστηκε από μας στο πιο απομονωμένο αμπάρι αυτού του καραβιού, αποτελούσε ουσιαστικά το εισιτήριο της εθελουσίας εξόδου της, καθώς επίσης και ταυτόχρονη είσοδο στο λιμάνι των ψυχών…
…Κατεβαίνοντας από το καράβι, ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε τα πρόσωπά μας. Ησυχία και σιωπή. Το πλέον μυστικό και οικείο καλωσόρισμα, είχε μόλις επιτελεσθεί...
... Ωσάν άλλη αρχαία ιερουργία...
...Ηταν τόσο γλυκιά εκείνη η νύκτα, με ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι να χάσκει μεταξύ της βραχώδους πλαγιάς και του καραβιού που ετοιμαζόταν να αποπλεύσει, που νόμιζες ότι μόνο οι τρελοί και οι ερημίτες, θα αποχωρίζονταν το νησί αυτό το βράδυ...
...Όπως τα βρέφη,που σαν τρελά επιθυμούν να εξέλθουν μήτρας ζωογόνου και να διαρρήξουν το κενό...Ερχόμενα εξ'αυτού με απορίαν μόνην...Αυτόν τον έρωτα σιωπής, έν νυκτί αγνωσίας...
...Το τόσον νοσταλγικόν, ανίατον νόσημα...
...
...Φεύγεις από κάπου και πας αλλού...
Γιατί;...
Η αέναη και ακατάπαυστη επιθυμία σου σε συνεγείρει, ή το καθρέπτισμα του σημείου αναχώρησης, στο πολυπόθητο " αλλού " ...
...Ιδού το σημαντικό ερώτημα ταξιδιώτου...
Απορία ή ολοκλήρωσις, εντός ελλειπτικής τροχιάς κυκλικού ταξιδίου...
Ψύχωσις ή αποδοχή;...
Ποία είναι εν τέλει η οργανικότητα που διακατέχει αυτό το κάμωμα της καλλιέργειας, η οποία σε οδηγεί ίσως σε αυτή και μόνη τη λειτουργικότητα, ή το λόγο της υπάρξεως...
Πρακτικά δηλαδή εφαρμοσμένη, ποια είναι η ουσιαστική ανάγκη της διαδρομής, εάν σε επιστρέφει ολοένα και πιο σαφώς στην αφετηρία...
Μήπως η αποσαφήνιση του αρχικού σημείου;
Η απλούστατη αυτή δρομολόγηση σε κύκλο ,
μήπως ουσιαστικά σε βοηθά να αντιληφθείς επαρκώς, το ένα και απαράλλακτο πρώτο αποτύπωμα, το οποίο δεν έχει μόνον μια ανάγνωση δακτυλική;
Και πρακτικά πως προχωράς εφόσον επιστρέφεις;
Μια επαναδιατύπωση ωφελεί ή σε συγχύζει;
... Κάπως έτσι ξεκινά ή τελειώνει, αυτή η περίεργη πρώτη νυχτερινή έξοδος στο τίποτα, το πρώτο κεφάλαιο, αυτού του κομβικού ή εξευτελιστικού σταθμού, σε αυτό το " όμορφο ταξίδι ", που νόμιζα ότι είχε ολοκληρωθεί...
...Η αίσθηση λοιπόν αυτής και μόνης της παρέκκλισης, είναι τώρα, η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να δρομολογηθεί το ταξίδι στο σωστό άξονα και προορισμό.
Δηλαδή, αυτή η καταδίωξη του δήθεν " αλλού " σε ψυχωτικό παραλήρημα, ή συναισθηματική επιδιωκόμενη αποπροσανατόλιση, μου φανερώνει ξεκάθαρα δίχως καν να το αντιληφθώ, ότι το "αλλού" είναι το "εδώ και τώρα", που διόλου φαντάζομαι, ότι δεν με σαγηνεύει.
Η πολυπόθητη ελαφράδα και υπεραπλούστευση, εμπεριέχει τη γνώση που απεκδύθηκε τις επιστρώσεις ανάλυσης, που εμποδίζουν τη φανέρωση του μόνου στόχου, που βρίσκεται διαρκώς δίπλα μου και εντός μου, αλλά παρερμηνεύοντας τα σημάδια, αισθάνομαι ελλειπής.
Και ποιός μου καλύπει από αρχής τα σημάδια;
Πάντα κάτι μου θολώνει την εικόνα, ενώ η βαρύτητα της σοβαροφάνειας, αιωρείται σε πυκνή μόνη αλήθεια, που θα αποκαλυφθεί μόνον όταν κάτι " άλλο " , συγχρόνως και μάλλον εσκεμμένα με απασχολεί.
Δημιουργείται μια φαινομενολογική προβληματική, που είναι ο κατ' επίφασιν στόχος, η αποκωδικοποίηση του οποίου θα ανοίξει την πόρτα ορθάνοιχτα.
Το ζήτημα, ή το υπό κατάρευσιν μείζον γεγονός, πρέπει να εξαθλιωθεί ανελέητα, για να με βαπτίσει στο νερό της αγνωσίας.
Η έλλειψη μάλλον, ολοκληρώνει τη διάγνωση, πως αυτή συνιστά ισορροπία και εμπιστοσύνη, σε αυτήν τη λογική του παραδόξου, που καλείται να οδηγήσει συνεπαγωγικά η εξίσωση της σωματικής μου ακεραιότητας.
Δηλαδή;
Επιστρέφω στην αρχή των πάντων και απλή ανάκληση της σωματικής μου μνήμης, η οποία μου παραδίδει αντί άλλου πολυσέλιδου και αναλυτικότατου δοκιμίου, συμπυκνωμένες πληροφορίες, που αναμένουν την ωρίμανση της αραίωσης και αποδυνάμωσης του νου, αλλά και βαρυθυμία της σκέψης, καθώς όταν αυτή ακατάσχετα τεμπελιάζει σε ηλιόλουστη παραλία, ευωδιές τιποτένιες με ευφραίνουν...
...Μάλλον τώρα κατεβαίνοντας αντιλαμβάνομαι, πως θα πρέπει να κατευθυνθώ προς τα εκεί, που τίποτα νομίζω ότι υπάρχει...
Ίσως έτσι οδηγηθώ αγχωτικά, στη χαλάρωση του κόμπου της γραβάτας, που εδώ και χρόνια δεν φορώ και ονειρεύομαι ότι μου λείπει...
Ίσως...
Θα δούμε...
... Ποτέ μη λες λοιπόν τίποτα και να λυπάσαι...
...Αμαρτία...
...Πορεύσου εν ειρήνη εις αυτό, μέσα σε ύπνο ελαφρό...
...Γιατί λοιπόν;
Και πως προκύπτει η επιδεξιότητα της χαλάρωσης;
Θα με οδηγήσει εκεί;
Και πως γνωρίζω, ότι εκπληρώθηκε ο στόχος ταξιδιού;
Η αναζήτηση πλούσιας και περιεκτικής απάντησης, οφείλει να απουσιάζει επί μακρόν, ή να ακυρωθεί, εφόσον νομίζω ότι την επιθυμώ και κάπως έτσι χαλαρώνω...
Τόσο απλά;
Το φαινομενικά απλό, εμπεριέχει εφαρμοσμένη λεπτομερή πυρηνική Φυσική αλλά και Μαθηματικά, τα οποία και παντελώς αγνοώντας, οδηγούμαι σε αυτό...
Με απλή διάθεση παρατήρησης, ζωτικών στοιχείων του οργανισμού που αναφέρομαι, διαπιστώνω ότι για να χαλαρώσω, θα πρέπει να μην επικεντρώνω την αγωνία και φροντίδα μου σε αυτό, που εναγωνίως αναμένω τώρα να συμβεί....
Μια ολόκληρη σειρά βίο -σωματικών αλλεπάλληλων μηχανισμών συντελείται, προκειμένου να διαγνωσθεί αυτή και μόνη η διάθεση, της πλήρους δήθεν ατονίας...
Αυτό όμως είναι το δρομολόγιο που καλούμαι να ακολουθήσω, προκειμένου να αποκαλυφτώ και να μην ντραπώ...
Η συστολή δεν ωφελεί, εφόσον δεν προκύπτει από οργανική ανάγκη, άκουσα και διαπίστωσα, ότι πρόκειται για την αποκάλυψη της φυσικής ανάγκης, που καθημερινά έχω ορμές να την βιάσω, νομίζοντας ότι είναι αυτή, αλλά όμως ευτυχώς για μένα, αν και μου είναι αδιάφορο τις περισσότερες φορές, δεν είναι αυτή...
Η ανάγκη δηλαδή, μου παίζει ένα κρυφτό, και κατορθώνει πάντοτε να μου ξεφεύγει...
Αυτή λοιπόν η διαφυγή της ανάγκης, καθώς και η ικανοποίηση του βιασμού που δεν επιτελέστηκε επαρκώς, χωρίς εκσπερμάτωση εντός του κόλπου της, φανερώνει τη χαλάρωση...
Και κάπως έτσι νομίζοντας ότι πολλαπλώς, αλλά και ποικιλοτρόπως έχω τελειώσει, βρίσκομαι στην αρχή, καθώς αυτή κυοφορεί το νέο, μέσα από τη γέννηση της χαλάρωσης, ή ενός παράδοξου και γόνιμου alzheimer...
...@.queue
Ξύπνησα και δεν θυμάμαι τίποτα, σκέφθηκα, ούτε πού πήγα, ούτε ποιους είδα, ούτε ποιούς συνάντησα, ούτε τι πραγματικά έπραξα. Σκέφθηκα αρκετά και τελικά κατάλαβα, ότι αυτό δεν είχε καμμία απολύτως σημασία.
Η ουσία βρισκόταν αλλού. Σε τόπο διάφορο, από αυτό που είχα εστιάσει τόσα χρόνια, με μανία και εμμονή συγχρόνως. Στην παύση της παραισθησιογόνου σκέψης, καθώς και στην αναγκαία επιθυμία αποδοχής, της Eρμηνείας, ως πολυσήμου γεγονότος.
Αίφνης, με κατέκλυσε ένα συναίσθημα ερημίας και απομόνωσης, ώσπου είδα απέναντι ένα δρόμο τόσο γνώριμο και άγνωστο, με εντελώς νέα πρόσωπα, που ήταν όλα εντός μου. Οι δικοί μου, άγνωστοι άνθρωποι. Σκέφθηκα προς στιγμήν, ότι ήταν περασμένη ώρα και ίσως θα ήταν καλύτερα να γείρω στην αγκαλιά του τόσο γνώριμου και γλυκόπικρου ύπνου μου, αλλά μια δύναμη πέρα από τα όρια του γνωστού μου σύμπαντος, με διευκόλυνε να αντιληφθώ, ότι εάν δεν περπατούσα στο δρόμο αυτόν τώρα, δεν θα ξανάβρισκα, ίσως ποτέ, τη διαδρομή που θα με οδηγούσε σ΄ αυτόν. Έτσι, λοιπόν, συνέχισα περπατώντας, στην αρχή δειλά και προσεκτικά, έχοντας τα χέρια μου πάντα στις τσέπες, για να κρύψω τον ιδρώτα που τα είχε κυριολεκτικά μουλιάσει. Μάλλον, σκέφθηκα, η αναμονή ή η προσμονή αυτών των νέων προσώπων, ήταν αυτή που είχε κυριεύσει όλο μου το σώμα και μ΄ έκανε να ιδρώνω, χωρίς να μου έχει γίνει πλήρως αντιληπτό ακόμη, ότι η απομυθοποίηση του φόβου, θα ήταν το κλειδί του κώδικα.
Περπατώντας, αισθάνθηκα ότι με τη διακοπή σκέψεων φθοροποιών, που τώρα δα μου έρχονταν σαν απρόσκλητοι επισκέπτες στο νου, θα είχα την ικανότητα να νιώσω πολύ καλύτερα κάθε στιγμή αυτής της μικρής αιωνιότητας, που διαβαίνοντας μπρος της, αφανιζόταν, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής σ΄ αυτήν. Ένα φρέσκο αεράκι, καταπράυνε τα υγρά ακόμη δάχτυλά μου, τα οποία σιγά-σιγά άρχισα να εμφανίζω, χρησιμοποιώντας τα ως εργαλεία, αποκάλυψης των αισθήσεων. Τότε ακριβώς, ήταν εκείνη η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ, αλλά και που τότε, διόλου σκέφθηκα λίγο παραπάνω από όσο ήθελα.
Η στιγμή που μπήκε στο μαύρο αμάξι, το κορίτσι με το λυπημένο χαμόγελο.
Είναι αυτό ακριβώς το άρωμα, που όσο πιο πολύ το μυρίζεις, τόσο και ολοένα εξατμίζεται, μέχρι να χαθεί. Είναι το άρωμα που το νιώθεις απλά, χωρίς δυνατότητα ανάλυσης, αυτής της λεπτής αρμονίας και ευεξίας των κυττάρων. Είναι το άρωμα της απώλειας, αλλά και της γέννησης συγχρόνως.
Η σκέψη μου τώρα προσπαθούσε να αποπλανήσει, το μονοπάτι που είχαμε μόλις πάρει οι δυο μας. Ερωτικό φιλί. Μια αγκαλιά, που μίλαγε από μόνη της και, που η ίδια δεν χώραγε, σε λόγια σκέψεις κι ενθυμήσεις. Μια αγκαλιά, σαν αεράκι καλοκαιρινό, με έντυσε και μου παρηγόρησε τον καημό. Μια αγκαλιά, σαν πέταγμα πουλιού τη νύχτα…μυστική και σύντομη…
...Σ' αυτό το ταξίδι μας, μέναμε για ώρες, μέρες, ίσως και μήνες ή και χρόνια, σχεδόν αμίλητοι μεταξύ μας, ανακαλύπτοντας, το ουσιαστικότερο νόημα αυτής της διαδρομής, η οποία από μόνη της, σιωπηρά, μας έδινε τη δυνατότητα Ερμηνείας.
Ο καιρός, ήταν πια ιδιαίτερα ζεστός κι έτσι αποφασίσαμε να σταματήσουμε σ' έναν εξαίσιο όρμο, τον οποίο θα συναντούσαμε σε λίγο, κατά μήκος της διαδρομής που είχαμε να διανύσουμε. Εκεί υπήρχε - αν θυμάμαι καλά - ένα όμορφο ταβερνάκι σχεδόν πάνω στη θάλασσα, χωρίς να υπάρχει ψυχή σ΄ αυτό. Τι κάνουμε εδώ άραγε; Δραπέτευσε έτσι μια σκέψη, η οποία από μόνη της εντός ολίγου, αληθινά μου φάνηκε πιότερο περιττή, από κάθε άλλη φορά.
...Ξαφνικά, είδα μπροστά μου μια κοπέλα...
...Θυμάμαι, ότι της άρεσε ιδιαίτερα ο χορός και στο άκουσμα των τραγουδιών του ραδιοφώνου, σηκωθήκαμε μαζί και αρχίσαμε να λικνίζουμε τα σώματά μας στους μουσικούς ήχους, που έκαναν θαρρείς εκείνο το ήσυχο ταβερνάκι, να αντηχεί, από τις σωματικές μας δονήσεις, που κάλυπταν έτσι, την έντονη επιθυμία λαγνείας ,που μου δημιουργούσε, το πρόσωπο και το σώμα της...
Τελικά, όσο κι αν προσπαθούσα, ξέφευγαν σε τούτο το ταξίδι, ηθελημένα και άθελα, σκέψεις περιττές. Έχανα και ξαναέχανα ολοένα και πιο συνειδητά την ουσία, που απλή τώρα κι όμορφη πρόβαλε στο μισοσκόταδο. Διακοπή αναγκαία αυτής της σκέψης, που τόσο ζηλόφθονα θέλει να με αποπλανήσει, από την όλη ουσία.
...Μόλις άρχισα να το νοιώθω...
Επιστροφή σ΄ εκείνο ακριβώς το σημείο, στο οποίο έμεινε ημιτελής, η εικόνα του προσώπου μου. Κι έτσι, καταλάβαινα ολοένα και περισσότερο στην πορεία αυτού εδώ του ταξιδιού, την ανάγκη της σιωπής. Της σιωπής εκείνης, η οποία δεν γαλουχούσε τη σκέψη, αλλά αυτόν ακριβώς τον ουσιαστικό λόγο, που εκπορεύεται από το κέντρο του μυστικού σύμπαντος.
Την ψυχή, που όσο κι αν προσπάθησα μανιωδώς να αφανίσω, τούτη δω τη στιγμή της διαδρομής εμφανιζόταν νεαρή, όμορφη, χωρίς κανένα ίχνος από την ταλαιπωρία που υπέστη, μέσα σ΄ όλα αυτά τα χρόνια.
Μου έκανε νεύμα, ότι θα 'πρεπε τώρα δα να την αφουγκραστώ, γιατί ίσως ποτέ άλλοτε, δεν θα άνοιγε τα γλυκά της, ζωογόνα χείλη. Είχαμε πολλή ώρα να μιλήσουμε και σκέφθηκα:
...Διακόπτω, σημαίνει επικοινωνώ πιο έντονα, από κάθε άλλη φορά. Σιωπώ και βιώνω τον καταιγισμό των λέξεων, άγνωστων χρόνια σε μένα, αλλά και στην υπόλοιπη παρέα του ταξιδιού αυτού, οι οποίες μας τροφοδοτούσαν με στιγμιότυπα υπό αφανισμό. Αισθάνθηκα έντονα λοιπόν, την ανάγκη να κοιμηθώ...
...Κοιμήθηκα και ξύπνησα τόσο γρήγορα, θαρρείς σαν να μην πέρασε ούτε ένα κλάσμα γήινου δευτερόλεπτου, έχοντας και πάλι στο μυαλό μου στιγμές, εικόνες και ενθυμήσεις, οι οποίες όμως τώρα, δεν μου φάνταζαν περιττές, αλλά αναγκαίες, καθώς είχαν πλέον κι αυτές μεταμορφωθεί κι αναπλασθεί σε ένα γόνιμο έδαφος, για την ολοκλήρωση της ψυχικής μου καλλιέργειας, ή απραξίας...
...Το όνειρο αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο, αφού ξυπνώντας δεν θυμόμουν, ή δεν ήθελα να θυμάμαι, τίποτα από αυτό...
...Φτάνοντας ίσως στο σημαντικότερο σημείο αυτού εδώ του δρομολογίου, αισθάνθηκα ότι οι αισθήσεις αυτές θα ήταν καλύτερες, εάν απλά και μόνον δεν ορίζονταν, αλλά άφηναν ίχνος, δίχως την ανάγκη της παραμικρής ανάλυσης, ή καταγραφής. Αισθήσεις οι οποίες διεγείρονταν από το πλέον σημαντικό κέντρο. Το είναι. Η προσπάθεια απέκδυσης του περιττού, φανέρωνε σιγά-σιγά, όπως ο ήλιος την ημέρα, ότι δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια επεξηγήσεων.
Όλα ήταν εξηγημένα, με ένα θαυμαστό και παράδοξο συγχρόνως τρόπο...
...Έτσι, λοιπόν, συνεχίσαμε να τραβάμε το δρόμο μας, μέσα σε σχήματα προσμονής της αρμονίας, καθώς επίσης και της απόλυτης διάρρηξης της. Αυτό βέβαια, δεν μας δημιουργούσε τώρα πια σύγχυση, καθώς ολοένα και πιο έντονα γινόταν αντιληπτό, ότι αυτή η διαδικασία, δηλαδή η προσπάθεια αποβολής, όσο και η επανάληψη των σημείων εκείνων που μας συνόδευαν ίσως από την έναρξη, ή και νωρίτερα από την ιδέα αυτού του ταξιδιού, θα ήταν πάντα μέσα μας και μαζί μας. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η παύση της ανάλυσης εκείνης, η οποία θα προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις σε όλα αυτά που τούτη δω τη στιγμή, που περνούσαμε αυτό το υπέροχο δάσος, μας ερχόντουσαν σαν άλλες σκηνές τοπίων ονειρικών και θόλωναν τις εικόνες που βλέπαμε...
...Τότε ακριβώς, ήταν η στιγμή που σκέφθηκα ότι, αλλάζω σημαίνει παραμένω ο ίδιος, έχοντας αποδεχθεί καθ' ολοκληρίαν την ύπαρξη, τη νόηση και τις παραισθήσεις μου. Και για να μην ξεχαστώ, μ΄ όλην αυτήν την ομορφιά που βλέπω τώρα δα γύρω μου, να σας πω ότι μέρος σημαντικό αυτής της διεργασίας μας είναι, ότι μετά από όλα αυτά που συνέβησαν, όσες παλινωδήσεις και αν επανατοποθετηθούν εντός μας, επιτελείται επαρκώς η διάκρισις της οδού. Η αναχώρηση και επιστροφή του Βασιλιά, στο δικό του Βασίλειο...
...Ο δρόμος ήταν ξεκάθαρα χαραγμένος μπρος μας. Αρκεί, όσο κι αν ξεχνιόμαστε με τις ευχάριστες στάσεις που πραγματοποιούσαμε, να μην ξεθώριαζε από το οπτικό μας πεδίο, το τέλος του ταξιδιού...
Θα πιάσει βροχή μάλλον, σκεφθήκαμε εγώ και το κορίτσι με το λυπημένο χαμόγελο, που είχε αρκετή ώρα να μιλήσει, καθώς άλλοτε κοιμόταν κι άλλοτε κοιτούσε από το παράθυρο τις εικόνες και τα πρόσωπα που προσπερνούσαμε. Ήθελα να τη ρωτήσω εάν θέλει να σταματήσουμε σε εκείνο το σημείο κοντά στους πρόποδες του βουνού, που τώρα δα είχε κυκλωθεί ερωτικά από ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο, αλλά άμεσα σκέφθηκα ότι οι ερωτήσεις δεν είναι πάντα ωφέλιμες, αλλά μαρτυρούν καταφανώς, την αμηχανία που προκαλείται, εκ του περισσού.
Αυτή η πρόκληση, ήθελα να προσπεράσει αυτό το σημείο και να φανερωθεί, η αιτία δημιουργίας της. Έτσι λοιπόν σταματήσαμε, βγήκαμε από το μαύρο αμάξι και καθίσαμε σ΄ ένα παγκάκι, βλέποντας από κει ψηλά όλο το πανέμορφο δάσος που είχαμε ήδη διανύσει και την κοίταξα κλεφτά στα μάτια.
Οι υπόλοιποι δεν ήθελαν να βγουν. Κάθισαν στο αμάξι. Κατάλαβα, ότι μ΄ αυτό το κορίτσι, θα περνούσαμε πολλές ώρες κατά το υπόλοιπο μέρος του ταξιδιού.Θα ήμασταν μαζί - κι ο καθένας - , στο δικό του μοναδικό δρομολόγιο.
Ένοιωθα ολοένα και περισσότερο, όσο περνάγανε οι ημέρες αυτού του ταξιδιού, ότι αυτό το κορίτσι θα με μάθαινε πολλά και θα μου έβγαζε μ΄ έναν ιδιαίτερο τρόπο, όλα αυτά που είχα μέσα μου, χωρίς να έχω τολμήσει έως τώρα, να ορθώσω το ανάστημα του εαυτού μου, απέναντί τους...
...Αυτή η ίδια διαδικασία της ωρίμανσης, περνούσε μέσα από τις μυστικές διαδρομές, που ήθελε να μου δείξει, κι εγώ τις ακολουθούσα απλά, γιατί αισθανόμουν, ότι αυτό ήταν τώρα που μου έκανε καλό και που φανέρωνε τόσο ξεκάθαρα, το μέρος που ήθελα να φτάσω, να φτάσουμε μαζί...
..Και έτσι, ενώ προχωρούσαμε κι εγώ είχα αρχίσει να κουράζομαι με την οδήγηση τόσων ωρών, ημερών ή μηνών και χρόνων - δεν θυμάμαι - άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μαθαίνω, σημαίνει επιστρέφω στην αρχή...
...Μαθαίνω, σημαίνει αποκαλύπτω τον άγνωστο-γνωστό δικό μου άνθρωπο, κάτω από τα πλείστα στρώματα του εδάφους, που όσο κι αν πολύ πόθησαν, δεν έφεραν εις πέρας το παράδοξο έργο τους, δηλαδή, να κρύψουν το πρόσωπό μου από εμένα, όπως η γη τη στεριά της από τον ήλιο. Θέλω, τέλος, να μάθω από κάποιον, ή με κάνει κάποιος να επιθυμώ τη μάθηση, σημαίνει ή σηματοδοτεί το φρικτό ή πανέμορφο γκρέμισμα όλων των τειχών, που με είχαν φυλακίσει, χωρίς να έχω καμμία αντίληψη επ' αυτού...
Δεν είναι τελικά, σκέφθηκα, σκόπελος ή εμπόδιο στην επιθυμία της μάθησης, αυτής που μόνη τώρα χαράζει τα τελευταία χιλιόμετρα και μέτρα αυτού εδώ του ταξιδιού, που μου φαντάζει τώρα, κάπως δύσκολο και κουραστικό, η επιστροφή, η επανάληψη, το περιττό, το αμάρτημα.
Η αποδοχή όλων αυτών, ως σημείων που αδιόρατα ενώνονται με το κέντρο της ξαγρύπνιας και της αέναης επιθυμίας για ψυχική ωρίμανση, αποκαλύπτουν τώρα σιγά-σιγά και στέρεα, κάτι που φαντάζει ιδιαίτερα απλό.
Μαθαίνω, σημαίνει αποδέχομαι, έχοντας πλέον απεκδυθεί όλες τις ενοχές που ψευδώς, αυστηρά, μου έκλειναν το δρόμο.
Στο ταξίδι αυτό κατάλαβα ότι για να πας όσο το δυνατόν πιο μπροστά και να προχωρήσεις, πρέπει να γυρίζεις ολοένα και περισσότερο πίσω, ακόμη κι αν εκεί πόνεσες πολύ...
...Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβει ούτε το κορίτσι, μα ούτε κι εγώ, με είχε βοηθήσει, ή μου είχε δώσει το συμπαντικό αυτό έναυσμα, να δω πλέον με άλλα μάτια, όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου, με μένα θεατή, ή κομβικό πρόσωπο σ΄ αυτά...
Με έκανε να ανακαλύπτω αυτήν τη εικόνα του προσώπου μου, ολοένα και πιο, λαμπερά ξεκάθαρη.
Με οδήγησε δηλαδή στην επιθυμία αυτής της μάθησης, που τόσο θελκτική πλέον με σαγήνευε, σαν το ίδιο το κορίτσι.
Η ηδονική αρμονία του Έρωτα σε όλα μου τα κύτταρα, που τώρα δα χόρευαν στο ταξίδι αυτό, προς το κέντρο του κόσμου όλου.
...Ενώ θα νόμιζε, ή ακόμη καλύτερα θα πίστευε κανείς, ότι μετά από τόσο μεγάλο ή μικρό μπορεί χρονικό διάστημα αυτού του ταξιδιού, ο χρόνος ή οι στιγμές που περάσαμε μαζί, θα μας έφερνε πιο κοντά, σε έντονη σχέση και συναναστροφή, αντίθετα, όταν πολλές φορές βρισκόμασταν, ακόμα και μετά το τέλος αυτού του ταξιδιού, μιλάγαμε λιγοστά ή σχεδόν καθόλου, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα απολύτως μεταξύ μας...
...Λες και μια αδιόρατη ακατάλυτη δύναμη, διέκοπτε τα περισσότερα - περιττά σαφώς αντιλαμβάνομαι τώρα δα - λόγια.
Αυτή η σιωπή, τώρα, είχε μεταβληθεί σε ήχο λαμπερό, που μας οδηγούσε σε δρόμο ανοιχτό, χωρίς καμμία παρεμβολή...
...Ξαφνικά, οι περισσότεροι μου ζήτησαν να σταματήσω στο πλησιέστερο σημείο, γιατί πλέον είχαν κουραστεί αρκετά και ήθελαν να συνεχίσουν ο καθένας με το δικό τρόπο,το υπολειπόμενο, τελευταίο μέρος της διαδρομής...
...Χωρίς να παραξενευτώ, σταμάτησα πολύ σύντομα, όλοι με μιας βγήκαν από το αμάξι, καθώς κοιτώντας με ο καθένας, με το δικό του τρόπο, μου έδωσαν για μια και μόνη τελευταία φορά, τη βεβαιότητα ότι όλα πλέον είχαν αλλάξει, στο ταξίδι αυτό της επιστροφής...
...Έχω τώρα την αίσθηση, και καθόλου την παραίσθηση θα έλεγα, ότι βρίσκομαι μπροστά στη λύση αυτού του δυσεπίλυτου αινίγματος, που απλούστατα δεν είναι τίποτε άλλο, από τη μη λύση του και την προσαρμογή μου, μέσα σ΄ αυτό...
Η αποδοχή, ότι όλα αυτά που βαθιά, τόσα χρόνια πίστεψα ότι με κούρασαν και με πίεσαν, δεν ήταν τίποτε περισσότερο της δικής μου ευχαρίστησης, από καθέδρας να απολαύσω τις επιθυμίες μου, που τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά με έφερναν και πιο κοντά, σ΄αυτό που δεν αποτελούσε καθόλου ιδιαίτερο φιλοσόφημα ή αναλυτική ψυχική μου διείσδυση, αλλά αυτήν ακριβώς τη στάση της επιστροφής, σ΄ αυτήν την πρώτη γόνιμη ιδέα του είναι μου.
...Είναι τόσο αρχέγονη και ακατέργαστη αυτή η μορφή και αποτύπωση, που δε φέρει κανένα σημείο επιπρόσθετης διευκρίνισης. Η από-κάλυψη, σαν άλλο κέλυφος θαλασσίου όστρακου, φαντάζει τώρα διεργασία απαραίτητη και καταλυτική. Να δω με τα μάτια μου, τα δικά μου μάτια και τη θέση τους, μέσα στο σώμα που τα μεταφέρει. Τελικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολη η πλήρης αποποίηση της ανάλυσης, η οποία αυτή και μόνη ορίζει την κατάργησή της, παράλληλα με το τέλος και την αρχή αυτού του όμορφου ταξιδιού. Γιατί ουσιαστικά, το τέλος είναι η αρχή - και η αρχή το τέλος, ο σκοπός δηλαδή, της επιστροφής σ΄ αυτήν...
...Έχω τώρα την αίσθηση, ολοφάνερη σε όλο μου το σώμα, σαν να πέρασε μεγάλη τρικυμία το κορμί αυτό, που ταξίδεψε τόσο και ζαλίστηκε, σαν άλλη ναυτία που μυστικά με αποχωρίστηκε και έμεινα τώρα ήρεμος, γνωρίζοντας ότι όλα οφείλονταν σ΄ εκείνη, όλα αυτά που με τάραξαν τα ξεδιάλυνε εκείνο το κορίτσι, με το λυπημένο χαμόγελο. Είχαμε τώρα μυστικά ενωθεί, χωρίς καν να μιλήσουμε, ιδιαίτερα για αυτό. Ένα φιλί, μια αγκαλιά και μια ματιά, είχαν αποκαλύψει το θολωμένο τοπίο...
Ένα ταξίδι, δηλαδή, γνώριμο πλέον και επαναληπτικό, το οποίο θα καθόριζε η έντονη αγωνία, ανεύρεσης της οδού, που θα μας οδηγούσε στο λιμάνι των ψυχών. Μέσα σ' εκείνο το λιμάνι, θα προσπαθούσα πλέον να αναστήσω και τη δική μου ψυχή, για να την τοποθετήσω δίπλα σε αυτήν του κοριτσιού, με το λυπημένο χαμόγελο.
...Αποδέχομαι, σημαίνει πως επανιδρύω την αταξία εντός μου, ορίζοντας ακριβώς την ισορροπία, διεργασία άκρως ψυχωτική, που συντίθεται από τη συλλογή των σημείων, που ατάκτως και όλως περιέργως αιωρούνται, σε αρμοστή συζυγία στον χώρο...
... Καλημέρα, είπα, και αντιλήφθηκα, ότι το ταξίδι αυτό τώρα μόλις αρχινούσε...
...Ήταν περασμένη ώρα, κοντινό χάραμα εκείνου του ζεστού Σεπτέμβρη, όταν, μετά από ένα μακρινό και όμορφο ταξίδι, το καράβι έμπαινε δειλά, μα αποφασιστικά συγχρόνως, στο λιμάνι των ψυχών...
Οι επιβάτες ήταν ανυπόμονοι να κατέβουν από το καράβι, προκειμένου να αντικρίσουν πρώτοι, μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αναμονής, αυτό που τόσο πολύ επόθησαν και ήταν τώρα εντός και εκτός τους, μια πραγματικότητα ή μια ψυχωτική παραίσθηση.
...Εγώ καθόμουν σ΄ ένα μεγάλο καναπέ του πλοίου, ιδιαίτερα αναπαυτικά, έχοντας το κορίτσι με το λυπημένο χαμόγελο απέναντί μου, καθώς πλέον, καμμία ιδιαίτερη βιασύνη δεν περιέτρεχε το νου και τις αισθήσεις μου. Θαρρείς ότι ήθελα να γευτώ ως την τελευταία του στιγμή τούτο δω το ταξίδι, που τώρα δα, τόσο μελαγχολικά μας αποχωριζόταν από την αγκαλιά του, για να μας αποθέσει ως κοιμισμένα βρέφη, μετά από τυραννισμένη ξαγρύπνια, στο κρεβάτι της ψυχής μας...
Η αίσθηση ότι επιθυμώ, όπως και η ανάγκη που προκύπτει από αυτό, άρχισε να φανερώνεται αρκετά ξεκάθαρα, ώστε τα λάθη ή τα αμαρτήματά μας, τώρα δα μου φάνταζαν ως η μόνη σωτηρία και λύτρωση από το θολωμένο τοπίο, που αντικρίζαμε για πολλούς αιώνες.
...Η αποδοχή της μόνης αλήθειας, που ντροπαλή και μόνη, πιεστικά κλείστηκε από μας στο πιο απομονωμένο αμπάρι αυτού του καραβιού, αποτελούσε ουσιαστικά το εισιτήριο της εθελουσίας εξόδου της, καθώς επίσης και ταυτόχρονη είσοδο στο λιμάνι των ψυχών…
…Κατεβαίνοντας από το καράβι, ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε τα πρόσωπά μας. Ησυχία και σιωπή. Το πλέον μυστικό και οικείο καλωσόρισμα, είχε μόλις επιτελεσθεί...
... Ωσάν άλλη αρχαία ιερουργία...
...Ηταν τόσο γλυκιά εκείνη η νύκτα, με ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι να χάσκει μεταξύ της βραχώδους πλαγιάς και του καραβιού που ετοιμαζόταν να αποπλεύσει, που νόμιζες ότι μόνο οι τρελοί και οι ερημίτες, θα αποχωρίζονταν το νησί αυτό το βράδυ...
...Όπως τα βρέφη,που σαν τρελά επιθυμούν να εξέλθουν μήτρας ζωογόνου και να διαρρήξουν το κενό...Ερχόμενα εξ'αυτού με απορίαν μόνην...Αυτόν τον έρωτα σιωπής, έν νυκτί αγνωσίας...
...Το τόσον νοσταλγικόν, ανίατον νόσημα...
...
...Φεύγεις από κάπου και πας αλλού...
Γιατί;...
Η αέναη και ακατάπαυστη επιθυμία σου σε συνεγείρει, ή το καθρέπτισμα του σημείου αναχώρησης, στο πολυπόθητο " αλλού " ...
...Ιδού το σημαντικό ερώτημα ταξιδιώτου...
Απορία ή ολοκλήρωσις, εντός ελλειπτικής τροχιάς κυκλικού ταξιδίου...
Ψύχωσις ή αποδοχή;...
Ποία είναι εν τέλει η οργανικότητα που διακατέχει αυτό το κάμωμα της καλλιέργειας, η οποία σε οδηγεί ίσως σε αυτή και μόνη τη λειτουργικότητα, ή το λόγο της υπάρξεως...
Πρακτικά δηλαδή εφαρμοσμένη, ποια είναι η ουσιαστική ανάγκη της διαδρομής, εάν σε επιστρέφει ολοένα και πιο σαφώς στην αφετηρία...
Μήπως η αποσαφήνιση του αρχικού σημείου;
Η απλούστατη αυτή δρομολόγηση σε κύκλο ,
μήπως ουσιαστικά σε βοηθά να αντιληφθείς επαρκώς, το ένα και απαράλλακτο πρώτο αποτύπωμα, το οποίο δεν έχει μόνον μια ανάγνωση δακτυλική;
Και πρακτικά πως προχωράς εφόσον επιστρέφεις;
Μια επαναδιατύπωση ωφελεί ή σε συγχύζει;
... Κάπως έτσι ξεκινά ή τελειώνει, αυτή η περίεργη πρώτη νυχτερινή έξοδος στο τίποτα, το πρώτο κεφάλαιο, αυτού του κομβικού ή εξευτελιστικού σταθμού, σε αυτό το " όμορφο ταξίδι ", που νόμιζα ότι είχε ολοκληρωθεί...
...Η αίσθηση λοιπόν αυτής και μόνης της παρέκκλισης, είναι τώρα, η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να δρομολογηθεί το ταξίδι στο σωστό άξονα και προορισμό.
Δηλαδή, αυτή η καταδίωξη του δήθεν " αλλού " σε ψυχωτικό παραλήρημα, ή συναισθηματική επιδιωκόμενη αποπροσανατόλιση, μου φανερώνει ξεκάθαρα δίχως καν να το αντιληφθώ, ότι το "αλλού" είναι το "εδώ και τώρα", που διόλου φαντάζομαι, ότι δεν με σαγηνεύει.
Η πολυπόθητη ελαφράδα και υπεραπλούστευση, εμπεριέχει τη γνώση που απεκδύθηκε τις επιστρώσεις ανάλυσης, που εμποδίζουν τη φανέρωση του μόνου στόχου, που βρίσκεται διαρκώς δίπλα μου και εντός μου, αλλά παρερμηνεύοντας τα σημάδια, αισθάνομαι ελλειπής.
Και ποιός μου καλύπει από αρχής τα σημάδια;
Πάντα κάτι μου θολώνει την εικόνα, ενώ η βαρύτητα της σοβαροφάνειας, αιωρείται σε πυκνή μόνη αλήθεια, που θα αποκαλυφθεί μόνον όταν κάτι " άλλο " , συγχρόνως και μάλλον εσκεμμένα με απασχολεί.
Δημιουργείται μια φαινομενολογική προβληματική, που είναι ο κατ' επίφασιν στόχος, η αποκωδικοποίηση του οποίου θα ανοίξει την πόρτα ορθάνοιχτα.
Το ζήτημα, ή το υπό κατάρευσιν μείζον γεγονός, πρέπει να εξαθλιωθεί ανελέητα, για να με βαπτίσει στο νερό της αγνωσίας.
Η έλλειψη μάλλον, ολοκληρώνει τη διάγνωση, πως αυτή συνιστά ισορροπία και εμπιστοσύνη, σε αυτήν τη λογική του παραδόξου, που καλείται να οδηγήσει συνεπαγωγικά η εξίσωση της σωματικής μου ακεραιότητας.
Δηλαδή;
Επιστρέφω στην αρχή των πάντων και απλή ανάκληση της σωματικής μου μνήμης, η οποία μου παραδίδει αντί άλλου πολυσέλιδου και αναλυτικότατου δοκιμίου, συμπυκνωμένες πληροφορίες, που αναμένουν την ωρίμανση της αραίωσης και αποδυνάμωσης του νου, αλλά και βαρυθυμία της σκέψης, καθώς όταν αυτή ακατάσχετα τεμπελιάζει σε ηλιόλουστη παραλία, ευωδιές τιποτένιες με ευφραίνουν...
...Μάλλον τώρα κατεβαίνοντας αντιλαμβάνομαι, πως θα πρέπει να κατευθυνθώ προς τα εκεί, που τίποτα νομίζω ότι υπάρχει...
Ίσως έτσι οδηγηθώ αγχωτικά, στη χαλάρωση του κόμπου της γραβάτας, που εδώ και χρόνια δεν φορώ και ονειρεύομαι ότι μου λείπει...
Ίσως...
Θα δούμε...
... Ποτέ μη λες λοιπόν τίποτα και να λυπάσαι...
...Αμαρτία...
...Πορεύσου εν ειρήνη εις αυτό, μέσα σε ύπνο ελαφρό...
...Γιατί λοιπόν;
Και πως προκύπτει η επιδεξιότητα της χαλάρωσης;
Θα με οδηγήσει εκεί;
Και πως γνωρίζω, ότι εκπληρώθηκε ο στόχος ταξιδιού;
Η αναζήτηση πλούσιας και περιεκτικής απάντησης, οφείλει να απουσιάζει επί μακρόν, ή να ακυρωθεί, εφόσον νομίζω ότι την επιθυμώ και κάπως έτσι χαλαρώνω...
Τόσο απλά;
Το φαινομενικά απλό, εμπεριέχει εφαρμοσμένη λεπτομερή πυρηνική Φυσική αλλά και Μαθηματικά, τα οποία και παντελώς αγνοώντας, οδηγούμαι σε αυτό...
Με απλή διάθεση παρατήρησης, ζωτικών στοιχείων του οργανισμού που αναφέρομαι, διαπιστώνω ότι για να χαλαρώσω, θα πρέπει να μην επικεντρώνω την αγωνία και φροντίδα μου σε αυτό, που εναγωνίως αναμένω τώρα να συμβεί....
Μια ολόκληρη σειρά βίο -σωματικών αλλεπάλληλων μηχανισμών συντελείται, προκειμένου να διαγνωσθεί αυτή και μόνη η διάθεση, της πλήρους δήθεν ατονίας...
Αυτό όμως είναι το δρομολόγιο που καλούμαι να ακολουθήσω, προκειμένου να αποκαλυφτώ και να μην ντραπώ...
Η συστολή δεν ωφελεί, εφόσον δεν προκύπτει από οργανική ανάγκη, άκουσα και διαπίστωσα, ότι πρόκειται για την αποκάλυψη της φυσικής ανάγκης, που καθημερινά έχω ορμές να την βιάσω, νομίζοντας ότι είναι αυτή, αλλά όμως ευτυχώς για μένα, αν και μου είναι αδιάφορο τις περισσότερες φορές, δεν είναι αυτή...
Η ανάγκη δηλαδή, μου παίζει ένα κρυφτό, και κατορθώνει πάντοτε να μου ξεφεύγει...
Αυτή λοιπόν η διαφυγή της ανάγκης, καθώς και η ικανοποίηση του βιασμού που δεν επιτελέστηκε επαρκώς, χωρίς εκσπερμάτωση εντός του κόλπου της, φανερώνει τη χαλάρωση...
Και κάπως έτσι νομίζοντας ότι πολλαπλώς, αλλά και ποικιλοτρόπως έχω τελειώσει, βρίσκομαι στην αρχή, καθώς αυτή κυοφορεί το νέο, μέσα από τη γέννηση της χαλάρωσης, ή ενός παράδοξου και γόνιμου alzheimer...
...@.queue
..."Αδελφή;...Τι φαγητό έχουμε σήμερα;"...
..."Και ποιος είναι αυτός, που ήρθε εχθές;
Μιλούσε τόσο ακατάπαυστα, που με έκανε και ξέχασα το σημαντικότερο ζήτημα της ημέρας μου...
Τι θα φάμε σήμερα...
Τέλος πάντων...
Μίλησε πολύ και με κούρασε...
Να του πείτε να μην ξανάρθει,ή αν θέλει τόσο πολύ να έρθει,ας έρθει την ώρα που κοιμάμαι...
Ούτως ή άλλως, με τα χάπια που παίρνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα...
Α... Και πείτε του ότι κουφάθηκα...
Έτσι ξαφνικά...Ένα πρωί το καταλάβατε...
Τότε ίσως, μπορεί και να με αφήσει ήσυχο...
Να τρώω και να κοιμάμαι...
Δεν θέλω και κάτι άλλο...
Μια χαρά περνάω εδώ...
Αδελφή;
Μια τελευταία χάρη σας παρακαλώ...
Έχω πολύ καιρό να φάω πατσά...
Αν θέλετε αύριο, να μου φέρετε...
Τον λιγουρεύτηκα...
Αν δεν είχα κι Εσάς, τι θα έκανα...
Εσείς για όλα φροντίζετε...
Σας ευχαριστώ για όλα!..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου