Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Ξέρεις τι θέλω; | Ελένη Παπαμικρούλη

Ξέρεις τι θέλω;
Να μου χαμογελάς. Και μέσα στο χαμόγελο σου να βλέπω τον κόσμο που ονειρεύτηκα για μένα και για σένα.
Δεν θα χει ξυπνητήρια, ρολόγια, ρολόγια, κι άλλα ρολόγια. Δεν θα βιαζόμαστε να περάσει η μία μέρα για να έρθει η επόμενη, θα ζούμε από επιλογή. Όχι επειδή μας πέταξαν στη ζωή και είπαν "ζήσε". Ο χρόνος δεν θα τρέχει, τίποτα δε θα τρέχει. Θα περπατάμε αργά και θα χαζεύουμε στο δρόμο χωρίς να μας κορνάρουν. Δεν θα υπάρχουν ούτε κόρνες. Τι τις θέλουμε; Θα κάνουμε βόλτες τα πρωινά, θα σταματάς να μου μαζέψεις λουλούδια και θα σου λέω "τι χαζομάρες είναι αυτές" αλλά θα ξέρεις πως μ'αρέσει, θα τραγουδάω φάλτσα και θα γελάς, θα μαγειρεύεις και θα κάνω πως φοβάμαι να δοκιμάσω. Θα είμαι αφελής και εσύ πεισματάρης. Θα μου φαίνονται τρελές οι ιδέες σου και την ίδια στιγμή θα μ'αρέσουν.
Θα κάνουμε όνειρα. Για το σπίτι που θέλουμε να έχουμε. Θα ναι μικρό και ακατάστατο με πολλά βιβλία και ένα στρώμα στο πάτωμα, όπως το θες. Θα κάνουμε όνειρα και δεν θα νιώθουμε τύψεις γι'αυτά. Θα μαι συγγραφέας και συ μουσικός και δεν θα μας λένε αποτυχημένους που δε γίναμε γιατροί και δικηγόροι. Αυτοί θα πνίγονται στις σφιχτές γραβάτες τους και μεις χαρούμενοι με τις ζωές μας, δε θα σκεφτόμαστε πότε θα πάρουμε σύνταξη για να ζήσουμε όπως θέλουμε. Γιατί θα ζούμε ήδη.
Θα αγαπάμε τη μουσική, τις ταινίες, το θέατρο. Θα με πηγαίνεις σινεμά και εγώ σε παραστάσεις. Θα συγκινούμαι κάθε φορά και θα κρύβομαι για να μη με βλέπεις. Το καλοκαίρι θα σε σέρνω σε συναυλίες που δε θα θες να πας, θα πίνουμε μπύρες και θα χορεύουμε. Θα γυρνάμε τα νησιά, γυμνοί από έγνοιες. Κι ύστερα από χρόνια, θα κοιτάμε κιτρινισμένες τις παλιές μας φωτογραφίες στα άλμπουμ και θα νοσταλγούμε τη νιότη, τον έρωτα, τις νύχτες που δεν νύχτωναν, εμάς που αλλάξαμε...
Θα ταξιδεύουμε. Πολύ. Παντού. Θα λες πως ξέρεις πώς να πάμε στο τάδε μέρος, θα χανόμαστε, θα σου τραβάω το χάρτη και θα φωνάζεις. Θα σου θυμώνω στα ψέματα. Μόνο στα ψέματα. Μα τι με νοιάζει κι αν χαθούμε; Να χάνομαι μαζί σου θα ναι καλύτερο απ' ό,τι βρήκα ποτέ μου.
Θα σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τι λέει ο κόσμος για μας και θα βάζουμε μπροστά τα θέλω μας. Θα έχουμε πάθος και καύλα για τα μικρά και τα μεγάλα. Θα σε ακούω όταν μιλάς και δεν θα κάνω πως συμφωνώ γιατί βαριέμαι. Θα ακούμε από ενδιαφέρον και όχι για να έρθει η σειρά μας να μιλήσουμε. Θα αμφισβητούμε τους εαυτούς μας κάθε μέρα που περνάει. Θα φιλοσοφούμε τα βράδια στις πλατείες, θα έχουμε απορίες για τα πάντα, θα μαθαίνουμε, θα μαθαίνουμε μέχρι να φτάσουμε στα βαθιά γεράματα και να συνειδητοποιήσουμε πως δε μάθαμε τίποτα.
Και μόνο τότε, χορτασμένοι από πάθη και λάθη, θα αφήσουμε ό,τι χτίσαμε με αγάπη στους επόμενους για να προσθέσουν με τη σειρά τους κι άλλους ορόφους, μέχρι να φτάσουν.. ποιος ξέρει πού...

Ίσως ο Τίτος να το φαντάστηκε όπως του πρέπει:

"Και μ' όλες τις αναστολές που πήραν τα όνειρά μας
πάντα θα σκέφτομαι μιαν υψικάμινο, πολύξερη
με χιλιάδες εργάτες να της καθαρίζουν τα δόντια
να την ταΐζουν σίδερο και κάρβουνο.
Μιαν υψικάμινο που θα καπνίζει
όσο δεν καπνίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια,
που δε θα κόβει το τσιγάρο της στα δυο,
που δε θ' αφήνει τη λαχτάρα της στη μέση,
κι όλο θα βγάζει ατσάλι
να δένονται οι μεγάλες σκαλωσιές
που παν να φτάσουνε τον ουρανό."



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου