Τρίτη 31 Μαΐου 2016

"Μνήμες" - Αμαλία Διακάκη

Αυτά τα μάτια σου γουστάρω.
Φοβισμένα, νυσταγμένα, καυλωμένα.
Πόσο θέλω να με κατασπαράξουν για ακόμη μια φορά.
Πόσο μου αρέσει να γράφω για εσένα. Όμως, μου αρέσουν πράγματα τέλεια, οργανωμένα, ζηλευτά. Ίσως λεω ψέματα, ή, ίσως, από την άλλη, τη στιγμή που διακρίνω την ατέλεια κι όμως μπορώ να την αγνοήσω - ή, μάλλον, να την αγαπήσω -, τότε, εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, εξαφανίζεται. Δεν το ξέρω όμως και ίσως ποτέ να μην το μάθω. Γιατί ο καιρός περνάει, και οι ατέλειες προς το παρόν κρύβονται καλά στον τέλειο εγωισμό σου, στην τέλεια πεποίθηση σου ότι γνωρίζεις τα πάντα, στα τέλεια μασημένα νύχια σου.
Τελευταία γράφω τόσο, όσο δεν έγραψα όλη τη χρονιά.
Έχω μια εικόνα στο μυαλό μου πασπαλισμένη με χρυσόσκονες και ανθρώπινα υγρά. Όμορφα πόδια, ανοιχτά. Σώματα βρεγμένα, και εσύ... κάπου στον Ήλιο.
Με κοιτάζεις με απορία, φωνάζω, τι να θέλω.
Θέλω αυτό που θέλεις και εσύ.
Θέλω να συνεχίσεις.
Θέλω να μη σταματήσεις.
Έρχεται.
Και όσο φωνάζω σε κοιτώ, είσαι πανέμορφος. Άλλοτε κοιτάζω το ταβάνι - τι όμορφο που είναι το ταβάνι. Άλλοτε κοιτάζω τα αστέρια - μακάρι να μπορούσα να βλέπω για πάντα τα αστέρια.
Η όμορφη γλώσσα σου μουδιάζει κάθε άκρο του κορμιού μου.
Τι να τις κάνω τις ξένες γλώσσες όταν γνωρίζω τη δική σου;
Κάποια στιγμη όμως θα πεθάνω. Δε θα μπορώ ποτέ να ξαναδώ τα αστέρια. Δε θα μπορώ ποτέ ξανά να αντικρίσω το ταβάνι.
Τότε;
Χάος.


Ζωγραφίζω τη μορφή σου με έντονο περίγραμμα για να μην ξεχάσω. Τις μέρες που είσαι μακρυά, σε θυμάμαι, σαν όνειρο θολό. Κάτι χρώματα, κάτι τραγούδια, λίγη άμμος, σκόρπια αρώματα. Χάνονται στη θύμηση και ρωτώ τον εαυτό μου...
Στ' αλήθεια υπήρξες ή μήπως σε φαντάστηκα;
Ίσως είσαι και εσύ μια ιδέα, από τις πολλές. Ίσως το γυμνό σου σώμα, που τόσο θέλω να ζωγραφίσω σε έναν πίνακα, ακόμη και αν δεν ξέρω την τέχνη της ζωγραφικής, ήταν και αυτό μες στο μυαλό μου. Ίσως κάποτε μάθω να ζωγραφίζω και έτσι να αποτυπώσω το πρόσωπο σου πάνω και σε καμβά. Τα κείμενα παλιώνουν, τα συναισθήματα ξεχνιούνται, οι λέξεις αλλάζουν ερμηνεία.
Ενώ οι ζωγραφιές.
Δε θέλω να ξεχάσω.
Έλα.
Έλα να φτιάξουμε ένα αυτοσχέδιο διαστημόπλοιο από τραγούδια και φιλιά.
Από χαρτιά που τα κάναμε καράβια και από καράβια που τα κάναμε στεριές.
Από στεριές που ύστερα κάναμε πάλι θάλασσες με βάθος και από θάλασσες που τις κάναμε ξέρες.
Έλα να αψηφήσουμε τους νόμους της βαρύτητας. Τους νόμους τους δικούς τους. Μα και τους άλλους, τους δικούς μας, που με μεράκι χτίζαμε τούβλο τούβλο τόσα χρόνια.
Ας τα ρίξουμε επιτέλους.
Και ας ξεκινήσουμε να χτίζουμε και πάλι.
Όχι πάλι, έλα να τους γκρεμίσουμε.
Ξεκόλλα, βοήθησε με να δημιουργήσω κάτι καινούριο από τα χαλάσματα.
Δεν μου αρέσουν οι αποστρόφοι. Μου φαίνεται αδιάφορο. Γράψε το ολόκληρο το γαμημένο. Πόσο θα σου πάρει;
Λίγο λίγο θα το φτιάχνουμε.
Δεν προσπαθώ να σε φτιάξω.
Θα λυπηθώ αν το νομίσεις.
Και εκείνο το φθηνό κρασί, όσο άσχημο και αν ήταν, μες στη νύχτα γλύκεψε και αυτό. Σε έβλεπα από κάτω μου και πάνω στο σώμα σου γεννούσα πεταλούδες. Οι ρώγες μου χάραζαν γεωμετρικά σχήματα πάνω στο δέρμα σου, κι όμως, εσύ, μάτωνες από ηδονή. Έστω και αν τα σεντόνια ξένα, εμείς τα νιώσαμε δικά μας.
Ίσως τελικά όντως να μετράει η συντροφιά και καθόλου πραγματικά το μέρος.
Αυτά είναι δικαιολογίες για τους γελοίους.
Όμως, σε παρακαλώ, πάρε με από εδώ.
Γρήγορα, αργά, γρήγορα, αργά.
Ανάσες, κινήσεις, βήματα.
Άλλοι τρέχουν να προλάβουν και εμείς κάνουμε Έρωτα σε σπίτια.
Καημένοι. Μυρίζουν μούχλα και σκουριά και δε γουστάρουν να μας διαβάζουν. Δεν αντέχω να τους βλέπω. Δεν αντέχω να τους ακούω να γελάνε ειρωνικά.
Το ζόρι σας ποιο είναι;
Εμείς τουλάχιστον όταν ξαπλώνουμε αγκαλιά, κάνουμε ενός λεπτού σιγή για εκείνους που κοιμούνται μόνοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου