Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Βάλε φωτιά... - Έβα Γκρην

Συγκεχυμένες οι σκέψεις και ανούσιες. Βράδυ καθημερινής χωρίς καμία αξία. Συνηθισμένο βράδυ Τρίτης χωρίς στάλα αλκοόλ. Τρίτης, αυτής της σιχαμένα βαρετής και ανυπόφορης μέρας. Βράδυ που θες να βγεις και όλοι οι φίλοι είναι ρεζερβέ στις ανούσια ουσιαστικές ζωές τους. Ρεζερβέ στις συμβατικά ασύμβατες σχέσεις που κρατάνε για τη μόστρα. Σε σχέσεις όπως αυτή με τη Λένα. Άρρωστες, μακρόχρονες, επιφανειακά ουσιαστικές. Σχέσεις πέντε και δέκα ετών. Σχέσεις όπου ενυπάρχει η αγάπη και το μίσος, που ο έρωτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μονόδρομο συναίσθημα που διαιωνίζει αυτή τη συνήθεια, ή και ένα κάδρο σε κάποιο γκριζαρισμένο τοίχο. Ακόμα ένα βράδυ που φέρνεις στο μυαλό τούτη την κατάσταση, που δε ξέρεις πως να την χειριστείς. Ακόμα ένα βράδυ που ο έφηβος εαυτός σου θα προσπαθήσει να σου τη φέρει με τεχνάσματα. Που θα προσπαθήσει να αποδράσει από τη ζωή που δε του ανήκει γυρεύοντας για "εκείνη". Εκείνη τη γαμημένη παραίσθηση που ακόμα προσπαθείς να καταλάβεις αν όντως υπήρξε. Εκείνη τη στάλα ελευθερίας, τη χαραμάδα που βλέπεις μέσα στο γκριζαρισμένο κελί τούτης της φυλακής. Εκείνο το φως πίσω από το παράθυρο με τα κάγκελα, που τάχα σου ψιθυρίζει πως κάπου εκεί έξω υπάρχει ελευθερία.
Προσπαθώντας να δραπετεύσεις από σένα, θα συνεχίσεις να υπακούς στη φωνή που σε σπρώχνει ακόμα πιο βαθιά στη ρουτίνα σου. Όπως κάθε βράδυ έτσι και σήμερα θα βγάλεις ένα χαρτί και θα ξεκινήσεις να γράφεις μια λίστα με όλα όσα έχεις να κάνεις. Λίστα. Λες και είναι σουπερ μάρκετ η ζωή - φαντάσου. Λες και όλα όσα κάνεις και όλα όσα θες, είναι μετρήσιμα. Λες και η ζωή μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα χαρτί. Λες και τα "θέλω" μπορούν  να παγιωθούν μέσα σε νόρμες. Πρώτη προτεραιότητα το γραφείο. Εκείνο το πρότζεκτ που 'χεις καθυστερήσει, που πρέπει να βγει μέχρι το τέλος της μέρας. Προτεραιότητα δεύτερη, το σπίτι. Πρέπει να πληρώσεις λογαριασμούς, να τρέξεις για να είναι όλα σε τάξη. Προτεραιότητα τρίτη, πάλι υποχρεώσεις, πάλι το φαίνεσθαι. Και κάπως έτσι, συνεχίζει όλη σου η λίστα. Φέρνεις το τσιγάρο στο στόμα και το ανάβεις. Ρίχνεις δυο αδιάφορες ματιές έξω από το παράθυρο στην τσιμεντένια πόλη. Και τραβάς μια γερή τζούρα που σου φέρνει ζάλη. Σκίζεις τη λίστα. Ξεκινάς να τη γράφεις από την αρχή. Εκείνη θα έρθει πάλι στο μυαλό. Εκείνη θα το μαντέψει και θα χτυπήσει την πόρτα.
Θα μπει μέσα και θα σε φιλήσει. Θα σε φιλήσει πάλι σαν παραίσθηση, σαν κάτι που έχεις ξαναζήσει έφηβος, αλλά πια έχεις λησμονήσει. Θα σε κολλήσει στον τοίχο και θα σε αιφνιδιάσει. Θα την πετάξεις στο κρεβάτι και θα της κάνεις έρωτα. Θα βγάλεις από μέσα σου ότι σε έχει τσαντίσει. Θα στάξεις πάνω της κάθε σου έγνοια και θα απαλύνεις κάθε της πληγή. Θα μπεις μέσα της. Ξανά και ξανά. Σε μια αργή και ουσιαστική επανάληψη. Σε μια αργή και επαναλαμβανόμενη λύτρωση. Εκεί θα αφήσεις τα προβλήματα. Εκεί και τον παλιό σου εαυτό. Θα νιώσεις να ξαναγεννιέσαι. Θα σηκωθείς και θα στρίψεις ένα τσιγάρο. Ύστερα θα την κοιτάξεις καθώς ψάχνει γυμνή τα αντικείμενα στο σπίτι σου. "Τι πλάσμα θεέ μου", θα σκεφτείς και θα προσπαθήσεις να συνειδητοποιήσεις την ύπαρξή της. "Τι γυναίκα". Θα την κυνηγήσεις για λίγο μες το σπίτι σαν ανώριμος έφηβος κι ύστερα θα ξαναμπείς στη ζεστασιά της. Στη ζεστασιά αυτής της μικρής χαραμάδας. Αυτής της μικρής σχισμής ανάμεσα στα δυο της πόδια. Και θα τη θες ξανά και ξανά. Και ξανά. Σε μια ανούσια ουσιαστική τρέλα. Στην πιο αληθινή σου στιγμή.
Όταν πια κουρασμένοι και οι δύο ξαπλώσετε αγκαλιά, θα μείνεις λίγα λεπτά ξύπνιος να την παρατηρείς. "Τι μάτια, τι χείλη, τι μεταξένια μαλλιά, τι άρωμα αναδύει από τούτο το διαολεμένο δέρμα." Ύστερα, θα σηκωθείς και θα κοιταχτείς στον καθρέφτη. Θα χαμογελάσεις πονηρά στον τύπο που σε κοιτάει επηρμένος για τούτο σου το κατόρθωμα. "Μετράω ακόμα", θα σκεφτείς και ύστερα θα το μετανιώσεις. Και ύστερα θα νιώσεις τη ματαιότητα. Δε δείχνεις τόσο ωραίος σε αυτό το πράμα, όσο μέσα της. Το πρωί θα τον πετάξεις. Το πρωί θα τον πετάξεις μαζί με τη λίστα, μαζί με τα "πρέπει". Το πρωί θα ξέρεις, αυτό που τώρα πια κατάλαβες. Πως είναι να ζεις μέσα σε μια στιγμή όλη σου τη ζωή. Πως είναι να κοιτάς τον άλλο και να χάνεσαι. Να ξεχνάς, να λησμονείς προβλήματα και προβληματισμούς. Θα ξέρεις πολύ περισσότερο τούτο... πώς η θεωρία είναι για τη ζωή, ότι και η ζάχαρη για τον καλό καφέ : περιττή. Γι' αυτό και σημασία δεν έχει τι πρέπει, αλλά πολύ περισσότερο τι εσύ θες.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου