Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Το "τραμ" που έβλεπε τα άλλα "τραμ" να περνούν...- Έβα Γκρην

Η ζωή είναι ένα πολύ παράξενο παιχνίδι. Άλλοτε την καθορίζουν οι επιλογές μας κι άλλοτε τις καθορίζει αυτή. Άλλοτε ξέρει τι γυρεύει κι άλλοτε τρέχει ξωπίσω τους μην ξέροντας τι να τους πει. Λες και είναι τάχα λεωφορεία, ή τρένα και προσπαθεί να τα σταματήσει. Λες και είναι τρένα και λεωφορεία που έρχονται καταπάνω της. Ποτέ δε μπορεί να καταλάβει. Θαρρείς πως δε βρίσκει και νόημα. Πολλές φορές νομίζει πως της συμβαίνουν και τα δύο. Ναι, τούτο θαρρείς πρέπει να συμβαίνει.
Ώρες ώρες σκέφτομαι πως μπορεί και η ίδια να ναι τρένο ή και τραμ. Κάποιοι περιμένουν να επιβιβαστούν, κάποιοι κατεβαίνουν. Και πάντοτε είναι γεμάτη κόσμο. Άνθρωποι γεμάτοι ιστορίες παλεύουν να μπουν μέσα ή πασκίζουν να βγουν αποκαμωμένοι από το πολύωρο ταξίδι. Άλλοι κουβαλάνε αποσκευές, άλλοι όνειρα, άλλοι σκέψεις, ενθυμίσεις, άλλοι κουβαλάνε έρωτες κι απωθημένα. Και εισιτήριό τους οι επιλογές.
Οι επιλογές και ο χρόνος. Ο χρόνος. Ναι, ο χρόνος. Πάντοτε να τρέξουν να προλάβουν, ή να φτάνουν νωρίτερα και να περιμένουν στην ουρά κάνοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Κάποιες φορές να μην την προλαβαίνουν και να επιβιβάζονται στη ζωή κάποιου άλλου. 
Και η ζωή αυτή να συνεχίζει με άλλους επιβάτες. Με επιβάτες φλύαρους και αγενείς, που τους πετάει έξω. Ή και με επιβάτες βαρετούς. Ξέρεις, οικογένειες με παιδιά, σκυλιά, γατιά. - Ξέρεις...δε τα γουστάρει αυτά η ζωή. Όχι, όχι. Η ζωή θέλει έρωτα. Γι' αυτό όταν μπαίνουν τούτοι βαριέται και μένει άθικτη. Μήτε ένα βλέφαρο δε τους ρίχνει. Μένει χωρίς ούτε μια ιστορία να διηγηθεί. Πολλές φορές βιάζεται να τους ξεφορτωθεί κιόλας - Κι ύστερα, σε κάποια άλλη στάση να ξαναβρίσκει εκείνους τους μελαγχολικούς ονειροπόλους, εκείνους με τα θολά νερά που ζουν με την εγκαρτέρηση πως τάχα θα καταφέρουν να βρουν έστω ένα εισιτήριο. 
Τούτους πολύ τους γουστάρει η ζωή. Μοιάζουν να χουν μια τάχα μου κάποια ιστορία. Μοιάζουν να έχουν τη μελαγχολία στο βλέμμα. Κάτι τ' αλλιώτικο, τ' απ'αλλού φερμένο. Θαρρείς πως κάποιες φορές νομίζει ότι της μοιάζουν. Ταξιδιάρες ψυχές, σκέφτεται. Και τους περιμένει. Και τούτοι μπαίνουν. Και τη ζωγραφίζουν με μαρκαδόρο. Γράφουν στίχους από ποιήματα, λέξεις από βιβλία, τραγούδια. Ναι, τούτους πολύ τους γουστάρει. Θαρρείς μάλιστα πως πολλές φορές τους αναζητά, σε εκείνες τις πολύωρες περιπλανήσεις της. 
Τι τα θες; Πολλές φορές διαλέγουν άλλο τρένο κι αυτή ξεμένει με τις οικογένειες με τα μούλικα. Πόσο τα αντιπαθεί! Αλήθεια! Την κάνουν να νιώθει πως τάχα μεγάλωσε, πως τάχα έχει γεράσει πριν την ώρα της. Πώς πια ας πούμε δε θα φιλοξενεί άλλους από τους καλλιτέχνες της, πως τάχα θα φιλοξενεί μόνο τούτους. Και την πιάνει σύγχυση. Θαρρείς πως τούτοι τη φθείρουν πιότερο από όλα. Θέλει να τους πετάξει έξω. Αλλά με ποια δικαιολογία; Τούτοι είναι το πιο μισητό της είδος. Τουλάχιστον τους αγενείς ξέρει. Στην πρώτη αγένεια τους έχει ρίξει πόρτα. Μα τούτοι είναι ύπουλοι. Σα το σαράκι της σιγοτρώνε τις καλημέρες και τις καληνύχτες. Πιάνονται σαν αμοιβάδες από πάνω της και προσπαθούν να επιβιώσουν. Και η ζωή παραμένει κρύα και όμορφη, καθώς οι λεπτοδείκτες κυλούν, όπως και οι ποιητές της, που δε θα γνωρίσει σήμερα, που δε θα γνωρίσει ποτέ ξανά. Γιατί πια της έκαναν ανακαίνιση λένε και πια θα φιλοξενεί μόνο δαύτους. Μόνο οικογένειες.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου