Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | Δημήτρης Χριστοφορίδης: Έχουν λόγο οι αμερικάνοι που λένε “dying is easy; comedy is hard”


Συνέντευξη στην Ισμήνη Κατσαβάρου







Με αφορμή τη νέα παράσταση του Δημήτρη Χριστοφορίδη,

«Λέω να πάρω κάκτο», τον συναντήσαμε για να συζητήσουμε πώς αντιλαμβάνεται την τέχνη μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής και αν η δική του ματαίωση τού έχει χτυπήσει την πόρτα. Ο Δημήτρης, άλλοτε φλερτάροντας έντονα με τον υπαρξισμό και ενίοτε με τον κυνισμό, καταρρίπτει το υπόβαθρο του «καλλιτέχνη» και το επανατοποθετεί σε ρεαλιστικές βάσεις, χωρίς αχόρταγες εξαρτήσεις, αλλά με μια ισότιμη και ειλικρινή σχέση με το κοινό και την κωμωδία του.


‘‘Όταν είσαι στο γραφείο σου και γράφεις, ακούς μόνο την αγωνία σου για το αν είναι καλό. Μόνο τον εσωτερικό σου κριτή. Δεν ξέρω κάποιον να τα έχει καλά με αυτόν και να είναι ήρεμη η σχέση μαζί του. Πάρα πολύ δύσκολο. Έχουν λόγο οι Αμερικάνοι που λένε “dying is easy; comedy is hard”.


Καλησπέρα Δημήτρη! Η νέα σου παράσταση λέγεται «Λέω να πάρω Κάκτο» χωρίς να θέλουμε να κάνουμε σπόιλερ, τι θα λέγαμε στον κόσμο να περιμένει; Κι, αλήθεια, πόσο “τσιμπάει” στο τέλος;

Καλησπέρα! Δεν ξέρω τι περιμένει ο κόσμος από μένα. Βασικά ξέρω, να του πω αστεία και να περάσει καλά το βράδυ που θα αποφασίσει να βγει.

Ελπίζω λοιπόν να έχω κάνει καλά τη δουλειά μου και τα νέα αστεία να του αρέσουν. Μέχρι στιγμής πάντως καλά πάει. Τώρα για το αν τσιμπάει στο τέλος.. χμ.. Η κωμωδία μου είναι κάπως υπαρξιακή; δεν ξέρω. Δεν μου αρέσει να λέω πως θα πρέπει ο κόσμος να εκλαμβάνει κάτι που έχω γράψει. Μπορεί όντως να τον τσιμπήσει, μπορεί και όχι. Αυτός θα αποφασίσει.

Ελπίζω πάντως να περάσει καλά και να βρει κάτι ενδιαφέρον.

 

‘‘Μου αρέσει αυτή η κωμωδία που δεν θέλει να κάνει τη ζωή πιο ανάλαφρη, αλλά πιο διαυγή. Ελπίζω να την μεταχειρίζομαι με ταλέντο και με επιδεξιότητα.’’


Το όνομα της παράστασης, «Λέω να πάρω Κάκτο», πώς προέκυψε; Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από αυτό;


Όχι κάτι ιδιαίτερο. Έχω κάποια κείμενα με τις σκέψεις μου για το αν θα πρέπει να κάνω παιδιά και ο κάκτος μάλλον φαίνεται η πιο προσιτή επιλογή.


Αυτή η παράσταση έχει κάτι που την κάνει να ξεχωρίζει από τις προηγούμενες; Κάποιο νέο θέμα, ένα παράξενο εργαλείο που σου άλλαξε τη ροή, ή απλώς κάτι στο κείμενο που σε έκανε να πεις “αυτό θα δουλέψει διαφορετικά”; Και συνολικά, πώς νιώθεις το νέο υλικό πάνω στη σκηνή σαν ζωντανό οργανισμό ή σαν… κάκτο που τσιμπάει αν δεν τον χειριστείς σωστά;


Όχι, δεν νομίζω πως οι κωμικοί αλλάζουμε αυτό που είμαστε. Αν κάποιος παρακολουθεί την κωμωδία μου, δεν θα τον εκπλήξει κάτι. Σε κάθε παράσταση προσπαθώ να έχω ένα φάσμα θεματολογίας. Από θέματα καθημερινά που δεν θα δυσκολευτεί κάποιος να συμμετάσχει με το γέλιο του, μέχρι και κάποια - ένα ή δυο το πολύ - που θα πρέπει να δεχτεί οτι το γέλιο του, θα τον εκθέσει λίγο. Μου αρέσει αυτή η κωμωδία που δεν θέλει να κάνει τη ζωή πιο ανάλαφρη, αλλά πιο διαυγή. Ελπίζω να την μεταχειρίζομαι με ταλέντο και με επιδεξιότητα.


‘‘Ο Δημήτρης Χριστοφορίδης ξεκίνησε να κάνει stand up κωμωδία στις Νύχτες Κωμωδίας της Λουκίας Ρικάκη το 2008 και έκτοτε έχει στο ενεργητικό του πάνω από 1000 παραστάσεις στην Αθήνα και στις μεγαλύτερες πόλεις της επαρχίας από την Ορεστιάδα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης.’’

 

Πώς είναι για σένα η διαδικασία γραφής στο stand-up; Ποια είναι τα συνηθισμένα εμπόδια όταν προσπαθείς να “γεννήσεις” νέο υλικό; Γράφεις καθημερινά ή δουλεύεις πιο συγκεντρωμένα πριν από εμφανίσεις; Και πώς ισορροπείς τον χρόνο και την έμπνευση για να μην φτάνεις σε εξάντληση;


Σε ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα, που ζεις από την τέχνη σου δηλαδή, χρειάζονται όλα. Όλα είναι μέρος της διαδικασίας, γι’ αυτό και ποτέ δεν παίρνεις ρεπό. Υπάρχει μια περίοδος που γράφεις καθημερινά, υπάρχει μια περίοδος που παίρνεις απόσταση και αφήνεις έναν εσωτερικό δημιουργό ασυνείδητο να κάνει τη δουλειά του, υπάρχει μια περίοδος που απλώς παίζεις για να βρεις τις σωστές φράσεις και ανάσες. Γενικά το καλλιτεχνικό επάγγελμα, είναι ένα επάγγελμα που χρειάζεται να του αφιερωθείς. Δεν μπορείς να ζήσεις από αυτό, αν δεν ζήσει και αυτό από σένα.


Με το πέρασμα των χρόνων και μέσα από τη συστηματική ενασχόληση με τη γραφή, έχεις παρατηρήσει κάποια ικανότητα που βελτιώθηκε; Ή, αντίθετα, κάποιο δυσλειτουργικό μοτίβο που αναδύθηκε και προσπάθησες να το διορθώσεις;


Όχι. Θα ήθελα πολύ να πω ότι γίνεται πιο εύκολο να γράψεις, αλλά όχι. Είναι πάντα το ίδιο δύσκολο και κάθε φορά για κάθε ερώτημα που απαντάς μέσα σου, γεννιέται ένα νέο. Μπορεί και περισσότερα. Έτσι είναι η τέχνη μάλλον.


Υπάρχει άγχος ή ανησυχία σχετικά με το περιεχόμενο που επιλέγεις για κάθε παράσταση; Νιώθεις ότι το κοινό σε έχει συνδέσει με συγκεκριμένες θεματικές και, ίσως υποσυνείδητα, σε πιέζει να ανταποκριθείς σε κάτι γνώριμο; Κι αν ναι, σε εμποδίζει αυτό να αφεθείς ή να πειραματιστείς με καινούριο υλικό;

Αυτό νομίζω έχει να κάνει με τον κωμικό ή γενικότερα με τον καλλιτέχνη. Τι σχέση χτίζεις με το κοινό. Πως θες να επικοινωνήσεις μαζί του. Αν θες να το κολακεύεις για να σε αγαπάει, να του ζητάς πράγματα και να απαντάς σε κάτι που ζητάει χωρίς απόσταση, να του λες πως θα πρέπει να βλέπει την τέχνη σου κτλ, σίγουρα μπορείς να το κάνεις. Απλώς με όλα αυτά χτίζεις μια σχέση εξάρτησης που για να συνεχίζει να υπάρχει θα πρέπει συνεχώς να εξαργυρώνεται και σίγουρα δεν θα σου συγχωρέσει την απόφαση να είσαι ελεύθερος από τη γνώμη του. Ας μου επιτραπεί να μετριέμαι διαφορετικά με τους ανθρώπους που με επιλέγουν. Το κοινό είναι πολύ σκληρό πράγμα και δεν θα πρέπει να μας ξεγελάει η αποδοχή του.



Γράφεις κυρίως με βάση όσα ζεις στο παρόν ή κρατάς και “αστεία στο συρτάρι” που μπορεί να περιμένουν μήνες ή χρόνια μέχρι να βρουν τη θέση τους σε παράσταση;


Ναι βέβαια συμβαίνει αυτό. Έχεις μια ιδέα που για να κάτσει μέσα σου και να σχηματιστεί μπορεί να αργήσει. Έχω γράψει κείμενα που μπόρεσα να τα αξιολογήσω σωστά μετά από αρκετό καιρό.


Από το πρώτο γράψιμο μέχρι τη στιγμή που ανεβαίνεις στη σκηνή, ποιο κομμάτι της διαδικασίας σου φαίνεται πάντα πιο δύσκολο ή σε ζορίζει; Υπάρχει κάποιο στάδιο που ανυπομονείς να φτάσεις, ή αντίθετα προσπαθείς να το αποφύγεις;


Το λέω και στην παράσταση. Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις αστεία. Το να τα παίξεις είναι δύσκολο μεν, έχει άγχος, αλλά είναι πολύ γοητευτικό να ακούς το γέλιο. Είναι τρομερή έξη. Όταν είσαι στο γραφείο σου και γράφεις, ακούς μόνο την αγωνία σου για το αν είναι καλό. Μόνο τον εσωτερικό σου κριτή.

Δεν ξέρω κάποιον να τα έχει καλά με αυτόν και να είναι ήρεμη η σχέση μαζί του. Πάρα πολύ δύσκολο. Έχουν λόγο οι Αμερικανοί που λένε “dying is easy; comedy is hard”.


‘‘Ναι δυστυχώς έχω και εγώ αυτή τη νεύρωση, να πρέπει να είμαι παραγωγικός. Κάθομαι και γράφω χωρίς έμπνευση και ψάχνω να βρω κάτι ενδιαφέρον.’’


Ο Woody Allen έχει πει «Η ζωή δεν μιμείται την τέχνη· μιμείται τη κακή τηλεόραση». Σκέφτομαι πως πολλές φορές η τέχνη που φαίνεται βαθιά και σοβαρή, στην ουσία κρύβει μια απλή καθημερινότητα. Το stand-up είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια αποτύπωση αυτής της καθημερινότητας, μήπως τελικά δεν χρειάζεται να είναι “βαθύ” για να είναι τέχνη; Τι είναι αυτό που θεωρούμε βαθύ ή ρηχό; Το ότι κάτι δυσκολεύει την κατανόηση κάνει απαραίτητα μια μορφή τέχνης πιο σοβαρή;


Πολύ δύσκολη ερώτηση. Δεν νομίζω πως κάποιος μπορεί να έχει σαφή απάντηση σε αυτά. Η γνώμη μου είναι πως ό,τι τέχνη και αν αποφασίσεις να κάνεις, μείνε πιστός στο αρχικό της ερώτημα. Γιατί βλέπει κάποιος κωμωδία; για να γελάσει. Το γέλιο λοιπόν είναι ο σκοπός και είναι και το μόνο που περνάει από το χέρι σου σαν δημιουργό. Κάνε τον να γελάσει με τον τρόπο που ταιριάζει σε σένα και το “γιατί” γελάει και άρα το βαθύτερο ερώτημα “πόσο βαθιά πάνε τα αστεία” είναι κάτι που δεν μπορείς να ξέρεις. Δεν είναι δουλειά δική σου. Είναι δουλειά του θεατή. Ας μην είμαστε και τόσο νάρκισσοι.


Στον χώρο της κωμωδίας υπάρχει συχνά η αίσθηση ότι πάντα κυνηγάς το επόμενο βήμα. Έχεις ποτέ φτάσει στο σημείο να αναρωτηθείς αν υπάρχει “ταβάνι”; Κι όταν το σκέφτεσαι αυτό, μοιάζει περισσότερο με ματαίωση ή με μια φυσική διαδικασία που απλώς ξανανοίγει τον κύκλο της;


Δεν ξέρω τι θα πει “το επόμενο βήμα”. Αν σκέφτεσαι με βήματα και τρεξίματα, κάποτε κουράζεσαι. Με ενδιαφέρει να είμαι δημιουργικός και να ανοίγω το φάσμα της κωμωδίας μου και σε άλλα πράγματα. Έγραψα ένα βιβλίο. Θα ήθελα να γράψω ένα σενάριο. Ένα θεατρικό. Γενικά δεν βλέπω την τέχνη σαν βήματα προς μια “λαμπρή καριέρα” Την βλέπω σαν ένα πλαίσιο δημιουργίας που θέλω να αλληλεπιδράσω και να μου επιτραπεί να ζω από αυτό γιατί με κάνει χαρούμενο.

Συγκρίνεις συχνά τις παραστάσεις σου με προηγούμενες δουλειές σου; Και αν ναι, με ποιο τρόπο αυτή η σύγκριση επηρεάζει τη δημιουργία σου;


Ναι κάθε φορά. Σε κάθε νέα παράσταση σκέφτομαι “θα ήθελα να είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Ας μην κάνω τα ίδια λάθη, έχω μάθει ” Καμιά φορά συμβαίνει, καμιά φορά όχι. Έτσι είναι η δημιουργία.


Συχνά οι άνθρωποι θεωρούν πως ένας καλλιτέχνης που δεν δουλεύει “κανονικά” δεν δουλεύει καθόλου. Σε ζορίζει αυτή η εντύπωση ή σε αφήνεις να τρέξει ο χρόνος έμπνευσης χωρίς τύψεις;


Ναι δυστυχώς έχω και εγώ αυτή τη νεύρωση, να πρέπει να είμαι παραγωγικός. Κάθομαι και γράφω χωρίς έμπνευση και ψάχνω να βρω κάτι ενδιαφέρον. Νομίζω όμως πως αυτή η στάση, είναι της εποχής και της κοινωνίας συνολικά. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε με αυτή τη νεύρωση. Δεν πειράζει, δεν έχει ξεφύγει κάποιος από την εποχή του. Ας το κάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε.




Τα κοινωνικά θέματα και η ψυχική υγεία που θίγεις στο stand-up, τα κουβεντιάζεις και με φίλους στον καναπέ ή μόνο όταν βγαίνεις στη σκηνή; Και αν τα λες στον καναπέ, ποιος γελάει πιο πολύ;


Δεν συζητάμε ιδιαίτερα για τα δικά μου είναι η αλήθεια. Μ’ αρέσει πιο πολύ να ακούω εγώ τους άλλους. Άσε που η δική μου ζωή είναι και βαρετή. Ξέρεις τι είναι να με παίρνει τηλέφωνο η φίλη μου η Λίνα που έχει δυο παιδιά και παίρνει διαζύγιο και τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ; Και η κόρη της είναι και στην εφηβεία. Τι να της πω εγώ; Μια φορά της είπα “Λίνα νιώθω ένα κενό και μια ματαίωση” και μου λέει “Χριστοφορίδη χέσε με με το κενό σου, θα την σκοτώσω την κόρη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα”

Κάθε καλλιτέχνης κουβαλά κάποιες μικρές ή μεγάλες ματαιοδοξίες. Ποιες αναγνωρίζεις στον εαυτό σου; Και ποια ανάγκη νιώθεις ότι επιβεβαιώνεται μέσα από την τέχνη σου;


Δεν έχω ιδέα. Θα ήθελα πολύ να νιώθω οτι είμαι σπουδαίος κωμικός αλλά το πιθανότερο είναι να μην είμαι. Εξάλλου και τι νόημα έχει το “σπουδαίος” σε οτιδήποτε; Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν σπουδαίος, κατέκτησε τη μισή γη και τώρα είναι αεροδρόμιο στα Σκόπια. Δεν είναι φοβερό; Τίποτα δεν είναι για πάντα σπουδαίο. Είναι πάντως πολύ σπουδαίο ότι ζω από την τέχνη μου και αυτό από μόνο του είναι αρκετό και πολύ πιο δύσκολο από όσο ακούγεται. Θα ήθελα να συνεχίσω παρακαλώ.


Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι δεν έχεις κάτι να πεις; Κι όταν συμβαίνει αυτό, το αποδίδεις σε δημιουργική ένδεια ή σε μια πιο υπαρξιακή“Παύση”;


Ναι ποτέ δεν νιώθω ότι έχω κάτι να πω. Κάθομαι και γράφω γιατί είναι το επάγγελμα που μου αρέσει να κάνω και προσπαθώ κάθε φορά να δεχτώ πως γράφω μετριότητες και με πολλή δουλειά, γίνονται ενδιαφέροντα αστεία. Νομίζω πάντως οτι ψάχνεις στις ερωτήσεις που μου κάνεις να πω κάτι κάτι ρομαντικό για την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Πως “παλεύω μέσα μου και κάνω το κλάμα, γέλιο και λυτρώνομαι” και τέτοια υπερβολικά και βιβλικά. Κάνεις τέχνη γιατί αυτό σε κάνει χαρούμενο και δημιουργικό, όχι γιατί είσαι ένα ανώτερο είδος ανθρώπου που έχει βρει τις απαντήσεις για τη ζωή.


Έχεις πει ότι προτιμάς οι μισοί να γελάνε και οι άλλοι μισοί να νιώθουν μια ανεπαίσθητη αμηχανία, σαν να άγγιξες κάτι που δεν έχουν κοιτάξει ακόμη. Σημαίνει αυτό ότι για σένα ο στόχος του stand-up δεν είναι μόνο το γέλιο, αλλά και μια ασυνείδητη μεταβολή στο κοινό; Θέλεις τοχιούμορ σου να ανακινεί κάτι που είναι βαθιά μη γελοίο;


Ναι μου αρέσει αυτό. Ξέρεις, το stand up είναι μια συζήτηση. Λες κάτι στο κοινό και το κοινό απαντάει με το γέλιο του (ελπίζω). Όπως είπα και στην αρχή, θέλω το χιούμορ μου να κάνει τη ζωή πιο διαυγή. Όχι πιο εύκολη.

Ούτε πιο χαρούμενη. Εξάλλου σπάνια κάνω ευχάριστες συζητήσεις.


Αξίζει να αναφερθεί ότι εκτός από το stand-up, έχεις ασχοληθεί και με τη συγγραφή ενός βιβλίου. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτό; Είναι κάτι που θα ξαναέκανες;


Ναι, έχω γράψει ένα μικρό μυθιστόρημα. Λέγεται “Το Γιώτα” και είναι μια κωμική ιστορία ενηλικίωσης. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις memento.

Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις μια ωραία ιστορία και να είναι και αστεία και ενδιαφέρουσα. Πολύ με ζόρισε. Θα το ξανακάνω σε κάποια στιγμή σίγουρα. Χάρηκα που όσοι το διάβασαν, γέλασαν και πέρασαν καλα.


Λοιπόν, τώρα πρέπει να μας ενημερώσεις: Τι μέρες και που μπορούμε να δούμε την νέα σου παράσταση;

Στην Αθήνα, σταθερά, κάθε Σάββατο στο Λοσάντζελε comedy club. Ετοιμάζω όμως και ένα tour με τη νέα μου παράσταση σε Λαμία, Λάρισα, Δράμα, Θεσ/νικη, Τρίκαλα. 14 με 18 Δεκεμβρίου. Μπορούν να βρουν τα πάντα στο site μου, dchristoforidis.gr ή στα social.

Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και τις κουλτουριάρικες ερωτήσεις. Εύχομαι τα καλύτερα για σένα και το site σας.



Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Η Μοντεσσόρι + 3 βιβλιοπροτάσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου


Επιμέλεια: Κατερίνα Λιάτζουρα

Η Μαρία Μοντεσσόρι* ανέπτυξε ένα ιδιαιτέρως εμπνευσμένο εκπαιδευτικό μοντέλο, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγνωση και την αφήγηση, που θεωρεί ως βασικά εργαλεία ανάπτυξης του παιδιού. Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, η γλώσσα δεν διδάσκεται αποσπασματικά αλλά μέσα από βιωματικές εμπειρίες, όπου η αφήγηση ιστοριών και η επαφή με τα βιβλία ενισχύουν τη φυσική ικανότητα του παιδιού να μαθαίνει. Η ανάγνωση ιστοριών βοηθά τα παιδιά να διευρύνουν το λεξιλόγιό τους, να κατανοήσουν έννοιες και να βελτιώσουν την εκφραστική τους ικανότητα. Η Μοντεσσόρι τόνιζε ότι τα παιδιά απορροφούν τη γλώσσα από το περιβάλλον τους, γι’ αυτό η έκθεσή τους σε ποιοτικό αφηγηματικό λόγο είναι ζωτικής σημασίας, και έτσι μέσω της αφήγησης τα παιδιά αναπτύσσουν απρόσκοπτα τη φαντασία τους, ενώ παράλληλα καλλιεργείται η συγκέντρωση και η εσωτερική τους πειθαρχία. Η αφήγηση ιστοριών, ιδιαίτερα από ενήλικες που αφηγούνται με ζωντάνια και εκφραστικότητα, συμβάλλει επίσης στην ανάπτυξη της ακουστικής προσοχής και της κοινωνικής συνείδησης. Και είναι φυσικά η λογοτεχνία αυτή που συνδέεται άμεσα με την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης. γεγονός που ενισχύει την κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Συνολικά, η ανάγνωση και η αφήγηση, στο πλαίσιο της Μοντεσσοριανής εκπαίδευσης, είναι βασικά μέσα για την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού, τόσο σε γνωστικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. 



Ως εκπαιδευτικός αλλά και ως μαμά, ενστερνίζομαι τις απόψεις αυτής της μεγάλης παιδαγωγού και σας συστήνω τρία βιβλία παιδικής λογοτεχνίας της πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής (με αλφαβητική σειρά). Καλές αναγνώσεις με χιούμορ, φαντασία, ευαισθητοποίηση και φυσικά με εκπληκτικές εικόνες!




της Αγγελικής Λάλου «Η Σίσση των επτά θαλασσών» και εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια (Εκδόσεις Φουρφούρι-Brainfood, 2024) 

«Μπορεί να μην έχω γίνει ακόμη η Σίσση των επτά θαλασσών. Αλλά θα γίνω. Αυτό είναι το όνειρό μου. Και δεν είναι εύκολο όνειρο, το γνωρίζω. Ούτε συνηθισμένο. Και πολλοί μου λένε (σχεδόν όλοι) ότι είναι αδύνατο. Αλλά εγώ τουλάχιστον θα βάλω τα δυνατά μου και θα το προσπαθήσω. Και θα γυρίσω όλη τη γη, από την καλή κι από την ανάποδη. Από τον Αρκτικό ως τον Βόρειο Ατλαντικό και από τον Νότιο Ατλαντικό μέχρι τον Ινδικό και από τον Βόρειο Ειρηνικό έως τον Νότιο Ειρηνικό και τον Νότιο (ή Ανταρκτικό) Ωκεανό. Με μερικές ενδιάμεσες στάσεις στη Μεσόγειο, την Αδριατική, την Κασπία, τη Μαύρη, την Ερυθρά και την Αραβική Θάλασσα. Θάλασσα για θάλασσα δεν θα αφήσω. Θα έρθεις μαζί μου;»

Γνώρισε τη Σίσση, σε αυτό το πρώτο βιβλίο της σειράς, και ετοιμάσου να γυρίσεις μαζί της σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, μέσα από τις επόμενες περιπέτειές της! (Από το οπισθόφυλλο)




της Χαριτίνης Μαλισσόβα «Μια μέρα στον βυθό» και εικονογράφηση της Σίσυς Κυλερτζή (Εκδόσεις Αρμός, 2022) 

«Τι συμβαίνει μια μέρα στον βυθό όταν ένα καινούργιο ψάρι προσπαθεί να μπει στην παρέα που έχουν ήδη οι γοργόνες και τα ψαράκια; Γιατί κρύβονται κάθε φορά που τους πλησιάζει; Φταίει το περίεργο, Μεγάλο ψάρι, ή μήπως έχουν αποφασίσει πως δεν θέλουν άλλους στην παρέα τους; Ποιος είναι ο ρόλος της Σοφής γοργόνας; Ποια συμβουλή τους είχαν δώσει οι Νεράιδες και πώς θα βεβαιωθούν ότι είχαν δίκιο; Τι θα συμβεί στη Μικρή γοργόνα και πότε η παρέα θα καταλάβει τι θέλει το Μεγάλο ψάρι; Τι θα έχει γίνει ως το βράδυ και πώς θα είναι η επόμενη μέρα στον βυθό;

Ένα παραμύθι για τη φιλία, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό, την αποδοχή του διαφορετικού άλλου. Επειδή «Μια μέρα στον βυθό» μπορεί να είναι «Μια μέρα οπουδήποτε υπάρχουν παρέες παιδιών».

Περιέχει δημιουργικές δραστηριότητες για τα παιδιά και οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς για χρήση του στη σχολική τάξη. (Από το οπισθόφυλλο)




και της Τασούλας Τσιλιμένη «Μια αρκούδα στην μπανιέρα» και εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου (Εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, 2024)

« Πώς θα ένιωθες, αν έβρισκες μια πολική αρκούδα στην μπανιέρα, και μάλιστα να χρησιμοποιεί το αφρόλουτρό σου; Τι θα σκεφτόσουν, αν έβλεπες έναν ελέφαντα κρεμασμένο στην απλώστρα στο μπαλκόνι σου; Γιατί το ταβάνι του Ορφέα γέμισε καλάθια; Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς του και συχνά γυρίζει σπίτι με μια παραγεμισμένη σακούλα απορριμμάτων;»

Μια ιστορία για την επαναχρησιμοποίηση των αντικειμένων και των παιχνιδιών, για την αξία της ανταλλαγής και της εκτίμησης των πραγμάτων. (Από το οπισθόφυλλο)


* Η Μαρία Μοντεσσόρι (Maria Montessori, 1870-1952) ήταν Ιταλίδα γιατρός, παιδαγωγός και πρωτοπόρος της εκπαίδευσης. Ήταν η πρώτη γυναίκα που αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Μελέτησε την ανάπτυξη των παιδιών, εστιάζοντας σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, και ανέπτυξε μια καινοτόμο παιδαγωγική μέθοδο που βασίζεται στην αυτονομία, τη βιωματική μάθηση και το προσαρμοσμένο περιβάλλον. Το 1907 ίδρυσε το πρώτο «Σπίτι των Παιδιών» (*Casa dei Bambini*). Το έργο της εξαπλώθηκε παγκοσμίως, επηρεάζοντας τη σύγχρονη εκπαίδευση. Πέθανε το 1952 στην Ολλανδία, αφήνοντας σημαντική παρακαταθήκη στην παιδαγωγική επιστήμη.


® Η Κατερίνα Λιάτζουρα είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.

https://katerinaliatzoura.gr/ 



Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο ποιητής της σαρκαστικής τρυφερότητας και οι ψευτοδιανοούμενοι

 Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1931 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 11 Αυγούστου 2020. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, με έργο που χαρακτηρίζεται από βαθύ συναισθηματισμό, λιτότητα, ειρωνεία και έντονη αυτοαναφορικότητα. Εκτός από ποιητής, υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, λαογράφος, βιβλιοκριτικός και εκδότης.



Ο Χριστιανόπουλος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η ζωή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πόλη του, την οποία ύμνησε και περιέγραψε με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Εργάστηκε για χρόνια ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και παράλληλα δημιούργησε το λογοτεχνικό περιοδικό "Διαγώνιος", το οποίο λειτούργησε από το 1958 έως το 1983, φιλοξενώντας έργα νέων και καταξιωμένων λογοτεχνών.

Ο Χριστιανόπουλος ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ποιητών και επηρεάστηκε βαθιά από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, χωρίς όμως να τον μιμηθεί. Η ποίησή του είναι αφαιρετική, λιτή και περιεκτική, ενώ διακατέχεται από θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η μοναξιά, η ματαίωση και η εσωτερική αγωνία. Χαρακτηριστικό του έργου του είναι η αντίθεσή του στο κατεστημένο και η αποστροφή του προς τις βραβεύσεις και τις τιμές.


Ανάμεσα στις πιο σημαντικές του ποιητικές συλλογές συγκαταλέγονται:

"Εποχή των ισχνών αγελάδων" (1950) – Η πρώτη του συλλογή, όπου διαφαίνεται η ιδιαίτερη φωνή του και η έμφαση στη λιτότητα και την αμεσότητα του λόγου.

"Ξένα γόνατα" – Έργο γεμάτο μελαγχολία και υπαρξιακή αγωνία.

"Ανυπεράσπιστος καημός" – Συλλογή που εστιάζει στον ανεκπλήρωτο έρωτα και τη μοναξιά.

"Το κορμί και το σαράκι" – Η ερωτική επιθυμία και η ματαίωση της απόλαυσης βρίσκονται στο επίκεντρο.

"Νεκρή πιάτσα" – Περιγράφει την παρακμή και την απογοήτευση μιας κοινωνίας που τον περιθωριοποιεί.


Αποσπάσματα που αγαπάμε :


"Εκείνοι που μας παίδεψαν"


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,

ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;

Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,

ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια

καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,

ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...


"Έρωτας"


Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –

ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.

Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.

Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,

φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,

συσκότιση παραπόνου,

παρηγοριὰ σπασμῶν.

Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,

ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.


"Ενός λεπτού σιγή"


"Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μία φορά;

Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;"


Ο ποιητής ενάντια στις τιμητικές διακρίσεις


Ο Χριστιανόπουλος υπήρξε ένας λογοτέχνης με έντονη προσωπικότητα και απέφυγε τις βραβεύσεις, τις τιμές και την κοινωνική καταξίωση. Χαρακτηριστική είναι η άρνησή του να αποδεχτεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων το 2011, δηλώνοντας: «Εγώ δεν θέλω βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Δεν θέλω να εξαγοράζομαι.»


Χαρακτηριστικό της στάσης του ήταν και το κείμενο του για τους "ψευτοδιανοούμενους":

"ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ` όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τούς κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.


ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΛΕΓΑΜΕ «ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων», νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.




ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΟΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά.


ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕ γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξειςκαι από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;


ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ` αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δεν λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;


ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ και γι` αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται.

ΒΕΒΑΙΑ ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΩΤΑ στο μυαλό. Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

ΒΕΒΑΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΟΤΙ γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξήλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλλας, που γράφουν ό,τι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

ΚΑΠΟΙΟΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΤΑΙ η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές της Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΥ οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους.Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.


ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΥΤΟ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΣ, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη» και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Κληρονομιά και Επίδραση

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο που εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από μεγάλους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Διονύσης Σαββόπουλος, διατηρώντας ζωντανή την επίδρασή του στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα.

Η φωνή του Χριστιανόπουλου παραμένει δυνατή και επίκαιρη, υπενθυμίζοντάς μας τη δύναμη της αυθεντικότητας, της απλότητας και της ανθρώπινης ευαισθησίας στη λογοτεχνία.

Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ένας "αιρετικός" ποιητής, που δεν δίσταζε να εκφράσει τη γνώμη του χωρίς φίλτρα και συμβιβασμούς. Η ποίησή του συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει, με το ατόφιο, ειλικρινές και βαθιά ανθρώπινο ύφος της.





Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Χαλκίδα: Απαγγελίες-τραγούδι & συζήτηση με αφορμή τα “χίλια πρόσωπα της Μάνας”


Η Εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο Τέχνης Δρώμενα την Κυριακή 16 Μαρτίου – Απαγγέλουν 26 ποιητές 






Τα χίλια πρόσωπα της Μάνας

Μητέρα, σχέση ζωής

Ανιδιοτελής αγάπη ή επιβολή του εγώ;

Μάνα, δύναμη, αφοσίωση ή ζήλεια και αντιπαλότητα;
Εξάρτηση ή ανάπτυξη;
Μαμά, τρυφερότητα ή υποταγή;
Ακατάλυτος δεσμός ή τυραννία;

Εαυτός, καθαρός ή ραγισμένος καθρέφτης των προσδοκιών της μάνας;

Ελάτε να μοιραστούμε σκέψεις, συναισθήματα και απόψειςμέσα από ποιήματα και αφηγήσεις, προσωπικά ή όχι.

Η βραδιά διοργανώνεται από τέσσερις φίλες που γράφουν την Κατερίνα Γιαμά, την Κατερίνα Λιάτζουρα, τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και την Κάλλια Βαβουλιώτη. Η Χριστίνα-Αλίκη Δεληβοριά-Δημαρέλου (Λογοθεραπεύτρια-Νηπιαγωγός) θα αναλύσει το θέμα από ψυχολογικής άποψης, η φωτογράφος Ζησούλα Ντάσιου θα εκθέσει φωτογραφίες της με σχετική θεματική, και η Αλεξάνδρα Αραβίδου με τον Κώστα Κουρμπέτη θα συνοδεύσουν μουσικά τη βραδιά. Συμμετέχει το πολυφωνικό σχήμα «Κλωστή Λαλιά».



Θα απαγγείλουν:

Αγγελική Αγγέλου
Χρηστος Αμανατίδης
Σοφία Βέβη Ανδριτσοπούλου
Κάλλια Βαβουλιώτη
Ελένη Βελέντζα
Γεωργία Βεληβασάκη
Κατερίνα Γιαμά
Κωνσταντίνος Γιαννάκος
Έλενα Γλωσσιώτη
Γιάννης Καλαμάρας
Λένα Καλλέργη
Βασιλική Κοτσανταμπάνη
Κική Κωνσταντίνου
Κατερίνα Λιάτζουρα
Έστερ Λουκά
Κυριακη Λυμπέρη
Νίκος Μαντάς
Μαρία Μιστριώτη
Βασίλης Μπαρούτης
Χαρά Νίκα
Κωνσταντίνος Ντεγιάννης
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Ηρώ Σιμονοβίκη Παπαγεωργίου
Μαρία Ράπτη
Φαίη Ρέμπελου
Σοφία Σούρτζη
Παναγιώτης Τσιμπιδάκης
Έλενα Φωτιά

 

Που: Τέχνης Δρώμενα
Πότε: Κυριακή 16 Μαρτίου
Ώρα : 19:00

 

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Πως η Σωσώ Παπαδήμα αποτέλεσε χαρακτήρα-σύμβολο για τρεις γενιές | Νίκος Δασκαλόπουλος

Ένα αντίο στην πιο συμπαθή villain ηρωίδα της ελληνικής TV όπως την ενσάρκωσε η Καίτη Κωνσταντίνου






H Καίτη Κωνσταντίνου ερμήνευσε -επικαθορίζοντας για πάντα την ελληνική ποπ κουλτούρα- την πιο πλήρη villain της μετανεωτερικότητας. Τη Σωσώ Παπαδήμα.
Η Σωσώ από μία νοικοκυρά της μεσαίας τάξης σε έναν βαλτομένο γάμο, μετατρέπεται σε μια στην ουσία υπερ-συνείδηση της σειράς που δε δικαιολογείται από το Χ, Ψ, σεναριολογικό ερέθισμα του arc της.

Διεκδικούσε συνεχώς όλο και περισσότερη ελευθερία. Ελευθερία να μιλάει, να παρεμβαίνει, να συνδιαμορφώνει, να υπάρχει. Δεν είναι μόνο το φλέγμα και το μαύρο χιούμορ της. Είναι το ότι δεν έμεινε ποτέ σε ένα μόνο πεδίο. Ήθελε να υπάρξει σε όλες τις στοιβάδες του βίου της σειράς. Οι μηχανορραφίες δεν ήταν τίποτα άλλο από τις πανουργίες του λόγου για να φτάνει η ακραία της συνείδηση στην εσχατιά της διεκδίκησης της πληρότητας.

Από το σεξ, το οργασμικό κενό, τα κινκς, μέχρι την αντίληψη και συγχώρεση πίσω στην επανοικειοποίηση της βίας, άνοιγε συνεχώς χώρο στα δημόσια πράγματα και της χώρας.

Και δεν είναι τυχαίο που λατρεύεται όχι μόνο από την Gen X, αλλά πλέον και από τη Gen Z. Τρεις γενιές. Γιατί ειδικά οι συνεχείς μεταβάσεις της Gen Z στο μιμιδιακό και μη χιούμορ της, post-meta-irony-sincerity-post-cynism είναι ο κατ' εξοχήν τόπος του κβαντικού τραύματος, και της Σωσώκας.

Γιατί αν και ήταν το πρώτο καθαρά μετανεωτερικό έργο του Παπαπέτρου (το άλλο το Είσαι το ταίρι μου), η Σωσώ είναι ριζωμένη στον λεγόμενο ακραίο μοντερνισμό. Στην ιδέα ότι ο μοντερνισμός φέρει εγγενώς το άκρο.

Η Σωσώ αντιλαμβάνεται όλα τα εμμενή άκρα της εποχής και απλώς αρνείται να παίξει το παιχνίδι της ευθυγράμμισης. Όχι τυχαία, συμβουλεύει στη σχέση αγάπης που έχει με τον γιο της, την επόμενη γενιά να σπάσει κάθε κανονιστικό πλαίσιο. Όχι άλλη φουρνιά "καλών μαθητών".

Απαιτητικός ρόλος που μαθηματικά οδηγεί σε typecast. Αλλά ήταν μια μέγιστη πολιτισμική χειρονομία. Πιστεύω εδώ και χρόνια ότι ο ηθοποιός που διαβάζει έναν ρόλο, όπως και ένας μεταφραστής, πέρα από συμμέτοχοι στο έργο καλλιτέχνες, κάνουν μια συγκεκριμένη κοινωνική προσφορά.

Για να είναι οι γυναίκες αποτυπωμένες να αξιώνουν να είναι και να κάνουν τα πάντα. Να υπάρχουν παντού. Να διεκδικούν χώρο παντού.

Είναι κακό αυτό; Ή απλώς αιώνια μοντέρνο;

Αντίο, κ. Κωνσταντίνου, άξιζε.